Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013


Ανδρέας Κούννιος, Αλήθεια, 20 Φεβρ. 2013

ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ: Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας…

ΑΙΜΙΛΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ: Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας…
Η εκθαμβωτική περιγραφικότητα. Η πυκνότητα του λόγου. Το σφρίγος των λέξεων. Ο γλωσσικός πλούτος. Η γλυκάδα και η ζεστασιά και ο πόνος. Η ομορφιά της τραγικότητας. Η τραγικότητα της ομορφιάς. Το θάμβος των εικόνων. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι με σκλάβωσε πιο πολύ. Ξέρω, πάντως, ότι ο Αιμίλιος Σολωμού, ειδικά σε αυτό το μυθιστόρημα, που θα έπρεπε να το έχουν διαβάσει όλοι, ανεβάζει τη λογοτεχνία του τόπου μας στα ύψη. Της δίνει ένα άλλο κύρος, μιαν άλλη διάσταση. Κι ας υπογράφει, στην πραγματικότητα, την ανείπωτη τραγωδία που έπληξε, πριν από χρόνια, την οικογένειά του. Η τόλμη του μάλιστα να μεταφέρει, σε πρώτο πρόσωπο, την ιστορία, βάζοντας τον αδελφό του, τον Βαγγέλη, να μιλά, φανερώνει ακόμα μια αξιοπρόσεκτη πτυχή των δυνατοτήτων του. Και, βέβαια, το πεζό, όταν είσαι προικισμένος, και ο Αιμίλιος Σολωμού είναι προικισμένος, απέχει ελάχιστα από την ποίηση. Κατ' επέκτασιν, τα όρια της πεζογραφίας και του λυρισμού καθίστανται δυσδιάκριτα.
Διάβασα και παλαιότερα το «Ωσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας» αλλά σήμερα, οφείλω να το ομολογήσω, εκτίμησα την αξία του, λογοτεχνική και αισθητική, περισσότερο. Ο Αιμίλιος Σολωμού γαντζώνεται στη σανίδα ενός θλιβερού περιστατικού και φιλοσοφεί ολόκληρη τη ζωή - από τότε που κουλουριαζόμαστε στη μήτρα της μάνας, μέχρι τότε που δρασκελάμε τις πύλες της αιωνιότητας. Το βιβλίο δεν προκαλεί θλίψη, προκαλεί συγκίνηση. Μπροστά στα συγκλονιστικά γεγονότα που ρέουν στις φλέβες μας, η καρδιά μας κοντεύει να σπάσει, το στομάχι μας δένεται κόμπους. Υπάρχουν μερικά κεφάλαια των οποίων η αλήθεια γίνεται γέφυρα για να περάσουμε, και εμείς, στο χρόνο και στο χώρο που αποτελεί το κάδρο του Αιμίλιου Σολωμού. Μοιραζόμαστε τη χαρά στα πρόσωπα των παιδιών, γελάμε, κάπως ένοχα, με τους γραφικούς τύπους του χωριού, κατανοούμε τις πρώτες, ας τις πούμε αμαρτωλές, απαιτήσεις της σάρκας, προσκυνάμε το χέρι του πατέρα και της μάνας, παρατηρούμε, σαν φυσιοδίφες, τα πουλιά, τα δέντρα, τα μυρμήγκια, τα σαλιγκάρια, τις μέλισσες, τα καιρικά φαινόμενα και, Θεέ μου, κάνε να μην πέσει, τελικά, ο άσπλαχνος κεραυνός. Λυπήσου τα κοντά μας παντελόνια, τα πληγωμένα μας γόνατα, τα γέλια μας που τσακίζουν την ερημιά του κάμπου.
Δεν παίρνω όρκο ότι θα το βρείτε εύκολα στα βιβλιοπωλεία. Εάν το βρείτε, όμως, μην καθυστερήσετε λεπτό. Τέτοια αναγνώσματα, τέτοιοι ύμνοι είναι η ορθότερη διατύπωση, διαβάζονται απνευστί. Κι άμα βουρκώσετε, όπως έκανα κι εγώ, μην το κρύψετε. Βγείτε στη μύτη του βουνού και φωνάξτε το. Η κραυγή σας θα φτάσει στον Παράδεισο.

Ήξερα πως η ζωή μου δεν θα ‘ταν στρωμένη με ζάχαρη. Ούτε με ροδοπέταλα

Ήξερα πως η ζωή μου δεν θα ‘ταν στρωμένη με ζάχαρη. Ούτε με ροδοπέταλα
Μα, κανενός η ζωή μες στο χωριό δεν ήταν από ζάχαρη. Όλοι φτωχοί, βασανισμένοι μάχονταν να σταθούν σε τούτο τον τόπο που τους γέννησε. Φουκαράδες, που δεν είχαν δεύτερο βρακί, δεύτερο παντελόνι να φορέσουν. Έμοιαζε η μοίρα μας κοινή. Μια γέννηση κι ένα θάνατο είχε ο καθένας για ριζικό του. Και στη μέση, μια τυραγνισμένη ζωή γεμάτη πείνα, βάσανα κι αρρώστιες.
Δεν μου 'τανε δύσκολο να κατανοήσω πως έπρεπε να χύσει κανείς ξίγκι κι ιδρώτα πολύ, για να ζήσει. Πως ο πατέρας έπρεπε να δουλέψει σκληρά, μακριά από το σπίτι, για να διαφεντέψει την τύχη μας, να φτιάξει τα κοινά μας όνειρα. Ερχόταν μια φορά το μήνα, ένα σαββατοκύριακο. Έριχνε τ' άπλυτα στη γωνιά, καθόταν στην καρέκλα να πάρει μιαν ανάσα. Έφερνε την παλάμη στο μέτωπο, σκούπιζε τον ιδρώτα, ξεφυσούσε. Ύστερα, έβγαζε από την τσέπη ένα πουγκί, το 'δινε στη μάνα μου να το φυλάξει στο μπαούλο. Και όταν έβραζε το νερό στο τσουκάλι, έμπαινε στη μεγάλη μπανιέρα κι έτριβε το κορμί του, να καθαρίσει από τη σκόνη και το κάρβουνο.
Έπειτα, καθαρός και φρεσκοξουρισμένος, με μιαν αλλαξιά καινούργια ρούχα, με σήκωνε ψηλά, με κάθιζε στα γόνατά του.. Τον άκουγα, με γουρλωμένα μάτια, ν' αφηγείται ιστορίες από τις γαλαρίες. Κοίταγα το στόμα του ν' ανοιγοκλείνει, τα δυνατά ξάστερα δόντια του να λάμπουν, το περιποιημένο μουστάκι ν' ανεβοκατεβαίνει. Κείνο το μαύρο μουστάκι του, που 'πιανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη στ' απανωχείλι του, δεν θα το ξεχάσω. Του 'δινε μιαν αγαθότητα μωρού παιδιού, έτσι πλατιά που γέλαγε και ξάνοιγε τον κόσμο.
Ναι, βλέπω και τώρα τον πατέρα μου να στέκεται πάνω από την τρύπα του μεταλλείου. Περιμένει τη σειρά του. Κι ύστερα, κάνει το σταυρό του, κατεβαίνει σιγά-σιγά, χάνεται στα έγκατα της γης, στο απόλυτο σκοτάδι. Ο φακός στο χέρι του φωτίζει το δρόμο. Μπόχα, κλεισούρα, μια υγρασία, τα ρούχα του μουσκεύουν. Τα βήματα αντιλαλούν στις στοές. Σκιές τρεμοπαίζουν στο βάθος κι έπειτα σβήνουν ξαφνικά σαν να τις ρούφηξε το έρεβος. Οι μπότες γλιστράνε στα χαλίκια, βυθίζονται στη λάσπη. Καμιά φορά, στις γαλαρίες, στα τοιχώματα, χτυπάνε ψίθυροι και φωνές Μοιάζουν με φτεροκοπήματα πουλιών που φεύγουν τρομαγμένα. Σκέφτεται πως δεν είναι μόνος σε τούτη την κόλαση. Φτύνει στις τραχιές παλάμες με τους ρόζους, αρπάζει τον κασμά, βαράει με δύναμη να ξεπαστρέψει τα σπλάχνα της γης. Πάρε με μαζί σου, στο μεταλλείο, του 'λεγα, πότε-πότε. Δεν γίνεται, είσαι μικρός ακόμα, απαντούσε (σ.σ.13-14).