Νικόλα Μίχα, (σ)το τέλος να φοβάσαι, εκδ. Αιγαίο, 2013

Η συλλογή «(σ)το τέλος να φοβάσαι» είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νικόλα Μίχα. Ο ποιητής είναι μόλις 19 ετών, φοιτητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με την ποίηση ασχολείται από τα μαθητικά του χρόνια και μάλιστα ξεχώρισε, αφού τιμήθηκε δυο φορές με Α΄ Βραβείο από την Ένωση Συγγραφέων-Λογοτεχνών Ευρώπης. Σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους υπόλοιπους ποιητές που παρουσιάζονται εδώ, ο Νικόλας Μίχας ακολούθησε την αντίθετη πορεία. Οι Κύπριοι ποιητές εξέδωσαν τις συλλογές τους στην Ελλάδα, ενώ αυτός, Ελλαδίτης, εξέδωσε τη δική του συλλογή στην Κύπρο.
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη: «Ιδιαίτερο να Ωριμάζεις» και «Κηδεύω την Άνοιξη». Οι τίτλοι είναι ενδεικτικοί της αυτογνωσίας και της συνειδητοποίησης του ποιητή πως πράγματι βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης, ωρίμασης και εξέλιξης, ποιητικής και ηλικιακής.
Κυρίαρχο θέμα της συλλογής είναι ο έρωτας, το μέγα μυστήριο που συνεπαίρνει με όλη την ορμή του το νέο άνθρωπο (και όχι μόνο). Είναι ο έρωτας, σαρκικός και ψυχικός, που βιώνεται με ένταση, με την πληρότητά του, την ευφορία, την κορύφωση, τη φθορά και την πτώση, τον πόνο, την απουσία και τη μοναξιά, το αδιέξοδο, τη δυστυχία και τον ερωτικό θάνατο. Ο ποιητής εξετάζει κάθε εκδήλωση και πτυχή του έρωτα με μια φιλοσοφική και πολλές φορές αποφθεγματική διάθεση.
Θαμμένες μες στην άμμο έμειναν οι πατημασιές μας/η θάλασσα τις διέγραψε./Το καλοκαίρι πέρασε,/στις παραλίες που συχνάζαμε μυρίζω την αλμύρα/όχι το άρωμά σου./Η αγάπη μας έμεινε άστεγη/στην άμμο δε χτίζονται παλάτια./Θυμάμαι τις βροχές του Αυγούστου,/τότε που όταν ο καιρός δεν το επέτρεπε/εγώ λιαζόμουν κάτω από το χαμόγελό σου./Και μετά την καταιγίδα το φως λαμπύριζε στις λάσπες/σαν θησαυρός που κρύφτηκε στη σιωπή/σαν ένα διαμάντι μέσα σε ένα βούρκο/λες και υπήρχε ουράνιο τόξο στο διάστημα («Ψάξε για διαμάντια μες στο βούρκο»)

Ταυτόχρονα μέσα από αλληγορίες, μεταφορές, επαναλήψεις, με διαλογική διάθεση, νοητικές/νοηματικές και λεκτικές ακροβασίες, ρητορικά ερωτήματα, αντιθετικά σχήματα (π.χ. νεότητα-γηρατειά, χρήση του μορίου αντί) και τη συχνή χρήση της ομοιοκαταληξίας, διαμορφώνει το δικό του ιδιότυπο ποιητικό ύφος, επιχειρεί να εξετάσει και άλλα ζητήματα από εσωτερική ανάγκη: η μοναξιά, η αλλαγή των καιρών, ο εγωισμός, η υποκρισία, το χρήμα, ο χρόνος και η φθορά, η οικονομική κρίση.
Η ποίηση του Νικόλα Μίχα έχει αρκετές αρετές. Δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς, ανάμεσα σε άλλα, πως παρά το νεαρό της ηλικίας του, είναι αρκετά ώριμη, πειραματίζεται με πολλούς εκφραστικούς, ρητορικούς τρόπους, φαίνεται πως δεν επαναπαύεται. Κι αυτό είναι σημαντικό για ένα ανήσυχο ποιητικό πνεύμα. Θα μπορούσε, όμως, αυτή η ποίηση να είναι πιο αφαιρετική και λιτή, πιο εξωστρεφής η ματιά, ο στοχασμός και η κριτική του πάνω στα πράγματα πιο «κοινωνική».
Το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, που αντί τίτλο φέρει αστερίσκο, είναι ενδεικτικό  της ποιητικής του:
Πώς να αποτυπώσεις τα αισθήματα στο χαρτί, όταν/φοβάσαι να τα παραδεχτείς;/Κάνε πράξη, όσα νιώθεις, όπως το να γράφεις./Φιλοσοφική ποίηση γεννά ο άνθρωπος./Τη φιλοσοφία στο μυαλό, την ποίηση στα χέρια./Φτιάξε δρόμους να γεφυρώσεις το χάσμα των φόβων σου./Περπάτα σε ένα σχοινί και πέσε στην αγκαλιά της Γης./Έτσι κι αλλιώς στο χώμα θα καταλήξεις


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου