Στέφανου Σταυρίδη, Σιωπηλοί τραυματιοφορείς, εκδ. Φαρφουλάς, 2013
Ο Στέφανος Σταυρίδης επανέρχεται στην ποίηση μετά από 10 χρόνια ποιητικής σιγής. Είναι ένας νέος συγγραφέας που υπηρετεί με επιτυχία όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία (διηγήματα). Πότε αισθάνεται την ανάγκη να εκφραστεί στην ποίηση και πότε στην πεζογραφία. Η συλλογή «Σιωπηλοί τραυματιοφορείς» είναι αφιερωμένη στον πατέρα του, τον Φοίβο Σταυρίδη που απεβίωσε το 2012.
Πρόκειται για ολιγόστιχα ποιήματα, δίστιχα ορισμένες φορές που χαρακτηρίζονται από αποφθεγματικότητα και επιχειρούν να δώσουν νόημα σ’ όσα μας περιβάλλουν ή να περισώσουν μνήμες (Η μνήμη αιώνιο ηλεκτροσόκ/που κρατά το μισό κορμί ζωντανό/και τη μισή ψυχή πεθαμένη: «Μνήμη»). Διακρίνεται μια απαισιόδοξη ματιά στη ζωή, εσωτερισμός και στοχασμός για υπαρξιακά ζητήματα.
Ο Στ. Σταυρίδης επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει τους νέους δημιουργούς να έχουν απομακρυνθεί και αποστασιοποιηθεί, να έχουν «απελευθερωθεί» από τη θεματική των προηγούμενων γενεών, στην οποία κυριαρχούσαν εμπειρίες συνυφασμένες με τα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της περιόδου 1960-1974 πολλές φορές καταχραστικά και επίμονα. Έχουν στραφεί σε ζητήματα που λίγο πολύ συμβαδίζουν με ομότεχνούς τους στην Ελλάδα ή και άλλες χώρες. Στη νέα του συλλογή δεν υπάρχει ούτε καν υπαινιγμός ή νύξη για το κυπριακό. Εκτός ίσως από έναν στίχο που μόνο συνειρμικά και σε μια δεύτερη ανάγνωση θα μπορούσε να παραπέμψει στο πολιτικό μας πρόβλημα. Πρόκειται για τον στίχο Εγκλωβισμένα σε κατεχόμενη γη στο ποίημα «Δέντρα στο κέντρο της πόλης».

Γυρίζοντας τις σελίδες της συλλογής συχνά αιφνιδιάζεται κανείς από απρόσμενους στίχους και στοχασμούς. Καμιά φορά οι ευθείες γραμμές οδηγούν σε παρεκκλίσεις και τεθλασμένες, οι σκέψεις ξεστρατίζουν, αλληθωρίζουν. Όλα αυτά δίνονται μέσα από την επιγραμματικότητα, την αποφθεγματικότητα, τη λιτότητα, τις αμφισημίες, τις μεταφορές και τις επαναλήψεις, καμιά φορά διακρίνονται απηχήσεις άλλων ποιητών, π.χ. του Καβάφη. Κυριαρχούν η μνήμη, η αυτοαναφορικότητα, η μελαγχολία, η υποβόσκουσα ειρωνεία, η απαισιοδοξία του σύγχρονου ανθρώπου με τις φοβίες, τις ανασφάλειες, τις τύψεις, τις ενοχές (Τα βράδια βροντούνε πόρτες και παράθυρα/Γλιστράνε μέσα από τις χαραμάδες/[…]Παίρνουν την εκδίκησή τους: «Ενοχές»). Δεν είναι τυχαίο που στους «Σιωπηλούς τραυματιοφορείς» γίνεται λόγος-συχνά ως επαναλαμβανόμενα μοτίβα- για τα εξής: φυλακή/φύλακες, δήμιος, χρόνος-ώρες, τοίχος, πόρτες, παράθυρα, δωμάτιο, χαραμάδες, μαχαίρι, πληγή, κελί, νεκροί, θάνατος. Είναι μια ποίηση εσωτερική, εσωστρεφής αλλά και εξωστρεφής ταυτόχρονα, καθώς διερευνά παναθρώπινα ζητήματα όπως ο θάνατος, η φθορά, η ματαιότητα της ανθρώπινης φύσης, η ματαιοδοξία της εξουσίας, η περιβαλλοντική συνείδηση. Μέσα στη γενικότερη απαισιοδοξία, ο ποιητής βρίσκει, ωστόσο, καταφύγιο στην τέχνη της ποίησης. Μπορεί οι στίχοι και οι λέξεις να αυτονομούνται και να λιποτακτούν («Ο τίτλος»), ή το ποίημα να είναι η φυλακή των λέξεων («Το ποίημα»), μπορεί ο ποιητής να είναι ο τυφλός φωτογράφος/που ψηλαφεί με τη μνήμη/λαχταρώντας να μπει/μέσα σε μια φωτογραφία («Ο ποιητής»), το Μεγάλο Ποίημα να μην έχει ακόμα γραφτεί, ώστε οι στίχοι του να περικλείουν μέσα τους/όλο το σύμπαν («Το μεγάλο ποίημα»), αλλά: Χρειαζόμαστε ποιήματα/που θα βγουν στους δρόμους/θ’ αναποδογυρίσουν αυτοκίνητα/και θα κάψουνε ελαστικά («Όσο η ποίηση»). 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου