Ανδρέα Στυλιανού, Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα

Το βιβλίο Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα του Ανδρέα Στυλιανού (έκδοση 2008) είναι μια κατάθεση ψυχής, ένα νοερό ταξίδι για αναζήτηση του αγνοούμενου πατέρα. Ουσιαστικά, ο συγγραφέας προσπαθεί να ανασυνθέσει την εικόνα του πατέρα του μέσα από τις δικές του αναμνήσεις, τις αφηγήσεις της μητέρας, των φίλων και των συγγενών του, τα προσωπικά αντικείμενα που εκείνος άφησε πίσω του τον τραγικό Ιούλιο του 1974, καθώς, όπως αναφέρει στο βιβλίο: «Δεν καλοθυμάμαι τον πατέρα μου. Έχω μονάχα κάποιες αμυδρές αναμνήσεις από την παρουσία του».  Πρόκειται, ταυτόχρονα, για ένα ταξίδι προς την αυτογνωσία, όπως παραδέχεται ο ίδιος ο συγγραφέας. Είναι μια σπαρακτική κραυγή που ξεσπά μετά από τόσα χρόνια σιωπηρού πόνου. Το Αναζητώντας τον άλλο Οδυσσέα δεν είναι άλλο ένα βιβλίο για το δράμα των αγνοουμένων της τούρκικης εισβολής και των συγγενών τους. Είναι μια μαρτυρία-αφήγηση, ιδωμένη μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που μεγαλώνει, βιώνοντας καθημερινά τη στέρηση του αγνοούμενου πατέρα του.
Ο Ανδρέας Στυλιανού διευκρινίζει στον πρόλογο του βιβλίου ότι: «Ο Οδυσσέας σε αυτό το βιβλίο χρησιμοποιείται συμβολικά. Το περιπετειώδες ταξίδι της επιστροφής του, η αναζήτησή του από τον γιο του Τηλέμαχο, η επιστροφή του και η αναγνώρισή του προσομοιάζουν με στοιχεία που αφορούν τον αγνοούμενο της κυπριακής τραγωδίας». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο συγγραφέας παραπέμπει συχνά σε στίχους της Οδύσσειας.
Ο Παναγιώτης Στυλλή Σιακαλλή από την Πάνω Δευτερά είναι αγνοούμενος από τις 22 Ιουλίου 1974. Χάθηκε στην περιοχή της Γλυκιώτισσας στην Κερύνεια κατά την οπισθοχώρηση μετά από επίθεση των εισβολέων. «Είδα», αφηγείται ο συγγραφέας, «τον πατέρα μου για τελευταία φορά, εκείνο το πρωινό από το μισάνοιχτο παράθυρο του υπνοδωματίου μου, να σφικταγκαλιάζει τη μητέρα μου, η οποία έκλαιγε απαρηγόρητη». Ήταν η 20ή Ιουλίου 1974. Ο Ανδρέας Στυλιανού ήταν μόλις τριών ετών.
Ο συγγραφέας καταγράφει σε πρωτοπρόσωπη, κυρίως αφήγηση, με λιτή και ανεπιτήδευτη γλώσσα, το δικό του ταξίδι από τα παιδικά χρόνια μέχρι σήμερα. Παραθέτει περιστατικά που σχετίζονται με τον αγνοούμενο πατέρα και σημάδεψαν την ψυχοσύνθεσή του, στηλιτεύει την προκατάληψη μιας ανάλγητης κοινωνίας για το ανθρωπιστικό αυτό δράμα και τον «στιγματισμό» του ως το παιδί του αγνοούμενου που βιώνει στο πετσί του έναν ιδιότυπο ρατσισμό και κοινωνικό αποκλεισμό.
Μια από τις αρετές του βιβλίου είναι η σταδιακή ανασύνθεση, μέσα από ψηφίδες αναμνήσεων, περιπετειών ακόμα και αντικειμένων, της προσωπογραφίας του πατέρα. Έτσι, ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες, μαθαίνουμε ότι πολέμησε το 1964 στην Τηλλυρία, ότι έστειλε τις μέρες της εισβολής ραδιοφωνικό μήνυμα προς τη γυναίκα του ότι «είναι καλά και θα γυρίσει, όταν μπορέσει». Παράλληλα, αναφέρονται οι κωμικές ιστορίες με την παρέα του και αναδεικνύεται ο ευχάριστος χαρακτήρας και το χιούμορ του. Η προσωπικότητά του φωτίζεται και μέσα από προσωπικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Το ρολόι του, το τρακτέρ, οι δίσκοι των τριαντατριών στροφών και τα αγαπημένα τραγούδια του, αλλά και ο πιστός του σκύλος «στρατηγός Τιμάγια», που θυμίζει το θρυλικό σκυλί του Οδυσσέα, τον Άργο, προκαλούν συγκινησιακή φόρτιση στον αναγνώστη.
Ο Ανδρέας Στυλιανού, παρά τον πόνο για την απώλεια του πατέρα του, δεν εγκλωβίστηκε σε φτηνές πατριωτικές εξάρσεις και συνθήματα. Κάτι που ίσως να περίμενε κανείς να συναντήσει στο βιβλίο του. Κι αυτό είναι μια κατάκτηση. Είναι το αποτέλεσμα μιας βαθιάς, μακρόχρονης και ώριμης ψυχικής διεργασίας και ακόμα το αποτέλεσμα της εργασίας ενός ευσυνείδητου και ικανού συγγραφέα, που μπορεί να αρθεί πάνω από επώδυνα γεγονότα και να τα αντικρίσει με αθόλωτο μάτι. Αντίθετα, το βιβλίο του ασκεί κριτική σ’ όσους διακατέχονται από τυφλό μίσος γι’ αυτούς με τους οποίους είμαστε αναγκασμένοι να συμβιώσουμε στην κοινή πατρίδα. Αναφέρεται με συμπάθεια στον Τουρκοκύπριο Μουσταφά, τον οποίο γνώρισε μέσα από τη δουλειά του, και παραθέτει ιστορίες φιλίας ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους. Έτσι, ο συγγραφέας καταφέρνει να αναδείξει την ανθρωπιά και να εστιάσει στον άνθρωπο που παραμένει άνθρωπος μέσα στις μυλόπετρες των σαρωτικών ιστορικών γεγονότων.
Ο συγγραφέας δεν έχει ψευδαισθήσεις για τον πατέρα του. «Η ιστορία του πατέρα μου δυστυχώς, δεν θα είχε ευχάριστο τέλος, όπως οι περισσότερες κινηματογραφικές ταινίες. Η επιστροφή των αγνοουμένων της Κύπρου, στην καλύτερη περίπτωση, πολύ φοβάμαι ότι θα είναι σε λειψανοθήκες. Αυτό ακούεται, σίγουρα σκληρό, αλλά προφανώς είναι και η ωμή πραγματικότητα».
Για τον Ανδρέα Στυλιανού η συγγραφή είναι η διέξοδος, για να απαλύνει τον πόνο του, είναι το μέσο για να φτάσει στην ψυχική λύτρωση. Η φαντασία του είναι ο σύμμαχος που λειτουργεί ενάντια στη σκληρή πραγματικότητα. Όπως αφηγείται στο βιβλίο του, θυμίζοντας την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα: «Φανταζόμουν, παιδί ακόμα, ότι ο πατέρας μου αφού πιάστηκε αιχμάλωτος στην Κερύνεια, μεταφέρθηκε στην Τουρκία, στις φυλακές των Αδάνων ή της Αμάσειας. Τετραπέρατος όπως ήταν, δραπέτευσε και περιπλανήθηκε αρκετά. Ώσπου, σε ένα χωριό στα βουνά της Ανατολής, εκεί που περιπλανιότανε ρακένδυτος, δεν άντεξε, ζήτησε νερό και φαγητό. Οι χωρικοί εκεί του φέρθηκαν καλά, πράγμα που του προξένησε πολλή περιέργεια, αφού είχε ξεφύγει από μια κόλαση, τέτοια ήταν η ζωή τους στις φυλακές. Είχε βιώσει τόσους εξευτελισμούς σε τέτοιο βαθμό που είναι δύσκολο να χωρέσει στο ανθρώπινο μυαλό το τι μπορεί να κάνει άνθρωπος σε άνθρωπο. Είχε υποστεί τόσα βασανιστήρια.
Ένιωσε τότε ότι τώρα είχε να κάνει με άλλους ανθρώπους, χωρικούς, γεωργούς όπως και αυτός. Αφού του έδωσαν νερό να πιει και τον φίλεψαν από το φαγητό τους, θεώρησε χρέος του να ανταποδώσει τη φιλοξενία που του πρόσφεραν. Τους βοήθησε με τις γεωργικές εργασίες, γνώριμη γι’ αυτόν δουλειά, παρόλο που οι συνθήκες εκεί ήταν πολύ πιο πρωτόγονες από αυτές που είχαμε στην Κύπρο. Το έδαφος ήταν άγονο και πολύ αφιλόξενο για να ευδοκιμήσει η σπορά. Οι χωρικοί θαύμασαν αυτόν τον άνθρωπο. «Είναι δουλευταράς», είπανε, «μας κάνει» και δεν τον άφησαν να φύγει. Έπρεπε να βρουν τρόπο να τον κρατήσουν».
Ο Ανδρέας Στυλιανού έγραψε την ιστορία του πατέρα του, για να καταγράψει και στη δική μας συλλογική μνήμη τη θυσία ενός ανθρώπου που προσέτρεξε να υπερασπιστεί την πατρίδα του και ταυτόχρονα να υψώσει φωνή αγωνίας και διαμαρτυρίας απέναντι σε μια αχάριστη κοινωνία, που στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορεί για το ανθρωπιστικό δράμα των αγνοουμένων της τούρκικης εισβολής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου