Βασίλη Χαραλάμπους, Τ’ Άθωνα απλωταριά, εκδ. Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονος Αρχαγγέλου Μακεδονίτισσας, 2013

Ο Βασίλης Χαραλάμπους εξέδωσε έξι ποιητικές συλλογές, μια συλλογή διηγημάτων και ένα κυπριώτικο σκετς. Ωστόσο, εν πολλοίς, παραμένει άγνωστος σ’ όσους ασχολούνται με τη λογοτεχνία (άγνωστος ήταν και σε μας μέχρι πριν πέσει στα χέρια μας η τελευταία του ποιητική συλλογή). Κι αυτό επειδή τα βιβλία του δε θα τα βρει κανείς στα μεγάλα βιβλιοπωλεία (ίσως ούτε στα μικρά), δε θα δει δημοσιεύσεις και παρουσιάσεις σε περιοδικά και εφημερίδες, κανένα βιογραφικό και τίτλους της βιβλιογραφίας του στο διαδίκτυο. Ο Βασίλης Χαραλάμπους είναι ταπεινός και σεμνός με την ποίησή του, όπως είναι και στην καθημερινή του ζωή.
Με μια πρόχειρη ματιά, οι ποιητικές του συλλογές κινούνται γύρω από τους θεματικούς άξονες της ιστορίας, κυρίως της κυπριακής και ιδίως της βυζαντινής και της εκκλησιαστικής ιστορίας, τη μοναστική ζωή, τη θρησκευτική παράδοση, την κατεχόμενη γη και την καταστροφή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η ανάγνωση της τελευταίας του ποιητικής συλλογής «Τ’ Άθωνα απλωταριά» ήταν για μας μια μεγάλη έκπληξη. Πρόκειται για ποιητική συλλογή που ξεχωρίζει σαν το διαμάντι ανάμεσα σε τόσες και τόσες άλλες που κυκλοφορούν και παρουσιάζονται με τυμπανοκρουσίες.
Όπως διαφαίνεται και από τον τίτλο, η συλλογή, που διανθίζεται με σκίτσα του ίδιου του ποιητή, αναφέρεται στην αθωνική πολιτεία και τη ζωή στα μοναστήρια του Αγίου Όρους, όπως, τουλάχιστον, την εισπράττει ένας επισκέπτης, ο ποιητής. Η απλότητα της ζωής συνυπάρχει με την απλότητα του στίχου και την ευαισθησία μιας χαμηλότονης ποίησης. Από τα σύντομα, ολιγόστιχα ποιήματα του Βασίλη Χαραλάμπους παρελαύνουν τοποθεσίες, τα μοναστήρια, η φύση, όσιοι, ασκητές και μοναχοί του Αγίου Όρους. Ο αναγνώστης θα σταθεί σε μικρές καθημερινές στιγμές και εικόνες, θα συναντήσει τον ποιητή διακριτικά να περιφέρεται στους δρυμούς, στις καστανιές, τις καρυδιές, τις λεύκες, τους θάμνους, τη θάλασσα και τα βράχια, τα χρώματα και τις μυρωδιές του Άθωνα. Θα δει τους μοναχούς, βγαλμένους από το χρωστήρα του ποιητή-ζωγράφου, «χωρίς βιασύνη και αργολογία», στα καλύβια να φιλεύουν «τους περαστικούς/μ’ένα τσαμπί μοσκοστάφυλο», «στην καλύβη του γέρο ασκητή/που σήμερα φίλεψε/με μισή ντομάτα τον ξένο/που’ρθε από μακριά/ετούτη του’χε απομείνει», να μαγειρεύουν στις σκήτες, στην άκρη του γιαλού να ξαγγιστρώνουν «τα λιγοστά ψάρια/φίλεμα και τούτο/στα φτωχά γεροντάκια/ολοτρίγυρα στις καλύβες» ή «ακατάπαυστα» να «ικετεύουν/τον Κύριο του ελέους». Άλλοτε πάλι να στοχάζονται με την απλότητά τους για τα μυστήρια του κόσμου και τον Θεό, για τη ματαιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων, το χρόνο και τη φθορά, τον αγώνα της ζωής. Έτσι, χωρίς καμία διάθεση διδαχής οι στίχοι του Βασίλη Χαραλάμπους μοιάζουν με πυξίδα για μια ποιοτικότερη ζωή. Αποτελούν, παράλληλα, έναν ύμνο στην αθωνική ζωή και τη φύση.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η απλή, απέριττη ζωή του Άθωνα που διαπερνά αυτή την ποίηση, είναι και θέματα όπως η φύση και η φιλοσοφική ενατένιση. Και είναι προφανές ήδη από τις αναγνώσεις των πρώτων ποιημάτων της συλλογής ότι ο Βασίλης Χαραλάμπους έχει διαμορφώσει το δικό του ώριμο ύφος, τον προσωπικό ποιητικό ρυθμό, την οικονομία του στίχου, τον χαμηλό τόνο, το γοητευτικό κράμα της γλώσσας του (δημοτική/καθημερινή και εκκλησιαστική γλώσσα των γραφών). Με το ποιητικό του ήθος και τη συλλογή του «Τ’ Άθωνα απλωταριά» μάς δίνει ένα μάθημα: Πώς πρέπει να είναι η γνήσια απέριττη και χαμηλόφωνη ποίηση.
Στου δρυμού τα βάθη: Στο ρυάκι/τους τόσους ίσκιους αντάμωσα/από τις λεύκες/τις καρυδιές/με τα’ αγριοπούλια/βιαστικά να πίνουν δροσονέρι/δειλιασμένα/κι ο γέροντας παρέκει/ξεδιψούσε./Στου δρυμού τα βάθη/ολοτρίγυρα στις Καρυές/τον απράγμονα βίο/ή μάλλον/τη μέριμνα έχων/για το εν/ούτινος η χρεία εστί».
Κατουνάκια: «Βαθύς βράχινος εγκρεμός από κάτω/απόσπερος φυσά/και ξώμεινα να συλλογιέμαι/πλάι στην έρμη σπηλιά/παλαιών ασκητάδων/πως σ’ αυτούς που διάλεξαν/τόσο νάναι αφανείς/καρτέρι να στήσουν δεν μπορούν»
Η απλωταριά του γέροντα: «Η απλωταριά του γέροντα/τους λιοκαμένους σκιάζει/της άλλης πολιτείας./Κι η σκεπή στην απλωταριά/τόχει μάθει απ’ έξω/προσευχή παιδί μου/κι υπομονή»
Κι όσο βαθαίνει: «Στην Αγιά Άννα το γεροντάκι/στην άκρη του αιγιαλού/ξαγγιστρώνει/τα λιγοστά ψάρια/φίλεμα και τούτο/στα φτωχά γεροντάκια/ολοτρίγυρα στις καλύβες./Το θώρι αντικρύ/κι εκεί όπου τα πέλαγος βαθαίνει/πιότερο και το βαθύ γαλάζιο/από κείνο του ουρανού τ’ αντιφέγγισμα./Έτσι θαρρώ/και στο ταπεινό γεροντάκι/ολόιδια με του πελάγους τα βάθια/η μεγάλη καρδιά».
Ίνα μη του Θεού ξένος γενεί: «Βιαστικά ροβολώ στην κατηφόρα/από τα Βουλευτήρια της ικεσίας/για της Αγίας Άννας τον αρσανά./Αναθυμούμαι/από το ξεροκάλυβο εκείνο/που συνήθειο τόχαν/να το λένε ‘Λοβιάρικα’/τον ακτήμονα εκείνο γέροντα/τ’ορμίδι τυλίγει/και το παραπανήσιο πείσμα/για την περίσσια χαρά/από κείνη τη μοιρασιά./Παντοχή κι’ ικεσία/εναντιολογούν θαρρείς στο κύμα/μέχρι τ’ αποδείλινο/που ο φευγαλέος ήλιος/το φίλντισι στη μπουνάτσα σκορπά./Όπου νάναι θ’ αρχινίσει σιωπηλά/με την καλαθιά ιχθύδια γιομάτη/τους ασκητές να φιλεύει/στα καλύβια/αλοτρίγυρα»
Για λίγο μονάχα: «Καλοταιριάζει ο κάματος/στ’ ανηφόρι για την Κερασιά/προλαβαίνει και χορταριάζει/το στενό μονοπάτι./Κι όταν κατόπιν/η κατηφόρα για τον αρσανά/αρχινίσει τόσο περίεργα/να σε συνεπαίρνει/γνώριζε πως ετούτο/για λίγο μονάχα/ώσπου να καταλάβεις/πως απ’ την κορφή ξεμακραίνεις»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου