Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου, Ο Νώε στην πόλη, εκδ. Πλανόδιον, 2012

Γιατί ο Νώε επανεμφανίζεται ξαφνικά σε μια πόλη, στην παλιά Λευκωσία στην προκείμενη περίπτωση; Τι έχει να πει ή μάλλον να πράξει; Τι συμβαίνει σ’ αυτή την πόλη, ώστε η εμβληματική αυτή παλαιοδιαθηκική-μυθολογική μορφή να επανέλθει στη ζωή, ως εξωλογικό στοιχείο; Ο Νώε στη συλλογή της Ευφροσύνης Μαντά-Λαζάρου εμφανίζεται μονάχα μια φορά (εκτός από την αναφορά στον τίτλο). Στο τέλος. Ωστόσο, αυτή η μια φορά είναι καθοριστική, τόσο που δικαίως ο τίτλος του ανήκει. Η ποιήτρια επανεμφανίζεται επίσης στο τέλος της συλλογής. Στην πραγματικότητα, η παρουσία της στη συλλογή είναι διακριτική, οι αναφορές σε πρώτο πρόσωπο ελάχιστες. Επομένως, πώς σχετίζονται τα δύο πρόσωπα; Φαίνεται πως ο Νώε κρύβεται πίσω από την ποιήτρια. Είναι το άλλο της πρόσωπο. Γιατί η ποιήτρια έρχεται να διασώσει με την ποιητική της κιβωτό μνήμες και εικόνες της Λευκωσίας, έναν κόσμο που όλο ξεθωριάζει, καταρρέει, χάνεται. Την ύστατη, λοιπόν, αυτή κατακλυσμιαία στιγμή, ο Νώε αναλαμβάνει δράση, να περισώσει ό, τι απέμεινε, αυτά που στο τέλος ο εργάτης του δήμου με το γιο του σκουπίζουν σαν να απλώνουν ένα ποτάμι, να προχωρήσει η ζωή, να πάει ο κόσμος παρακάτω: χαρτιά και νάιλον, σάπιες φλούδες, πατημένες τσίχλες, γόπες από τσιγάρα και φτυσίματα, τα απομεινάρια μιας μέρας ή μάλλον μιας νύχτας.
Η Ευφροσύνη Μαντά-Λαζάρου εργάζεται εδώ και πολλά χρόνια στην Παλιά Λευκωσία. Και πολύ σωστά έχει γραφτεί για τη συλλογή της ότι η ποιητική της σχέση με τη Λευκωσία είναι απόλυτα ερωτική. Κι αυτό είναι εμφανές στον τρόπο που χειρίζεται τη θεματική αλλά και τα εκφραστικά της μέσα. Πρόκειται ίσως για την πιο ώριμη συλλογή της ποιήτριας και μια πράγματι πολύ δυναμική επανεμφάνιση στο ποιητικό προσκήνιο.
Η συλλογή είναι γραμμένη σε πεζό λόγο, ένα μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα, σαν σπονδυλωτό πεζογράφημα. Σε αυτό θα χωρέσουν όλα: Άνθρωποι, κτήρια, δρόμοι, μνήμες. Με τις ιστορίες τους. Είναι η ανθρωπογεωγραφία της παλιάς πόλης. Δοσμένη με μια θλίψη που διατρέχει όλους τους στίχους, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Είναι ένας ύμνος στην παλιά πόλη που γερνά και θνήσκει (ούτε ένα μωρό δε γεννιέται εδώ). Ταυτόχρονα, σε ένα βαθμό, είναι και ένας ύμνος προς τις γυναίκες της παλιάς Λευκωσίας: τη γυναίκα ερωμένη, μάνα, οικοκυρά, αρραβωνιαστικιά, σύζυγο, αδελφή, πόρνη, τη γυναίκα λιμάνι. Υπάρχουν όλες οι εκδοχές. Από τη συλλογή, σαν επίλογος ταινίας του Φελίνι, θα παρελάσουν η Πράσινη Γραμμή με τα φυλάκια και τους φαντάρους της (Φυλάκια φυτεμένα στη μεσοτοιχία των συνοικιών, στρατιώτες που τους ξέχασαν από τον τελευταίο πόλεμο, ή οι χλωμές γυναίκες κάτω από το φως του φεγγαριού σαν ιερό μυστήριο), οι πόρνες (κάποια γυναίκα με κρεμασμένα κρέατα να ξεχειλίζουν ανάρμοστα μέσα από την πρωινή ρόμπα της) και τα πορνεία (σπίτια της χαράς-θεραπευτήρια μελαγχολίας υπόσχεται μια ταμπέλα), οι αλλοδαποί εργάτες, τα ηλικιωμένα ζευγάρια, τα παιδιά της γειτονιάς, οι διαβάτες, μια φωτογράφος που προσπαθεί να απαθανατίσει σαν ταριχευτής στιγμές αυτού του κόσμου που εκπνέει, οι ερωμένες με τα κεντημένα προικιά τους που έγιναν φύλλο και φτερό, ο ποιητής (που πάντα κρατάει μια ομπρέλα. Τις λέξεις του ή γράφει τώρα μεταφορές με υλικό του παρελθόντος κόσμου), οι παλιές στοές, τα μπαρ, τα καταστήματα, τα σινεμά, τα θέατρα, τα καταγώγια, η πλατεία, ο Μακρύδρομος, τα μικρά ξενοδοχεία (που προσφέρουν στα ζευγαράκια έρωτα δίχως όνειρα), τα ξυλουργεία, οι μουσικές σκηνές, τα τσαγκαράδικα, τα εργαστήρια, τα παλιά τυπογραφεία, τα παρακμιακά καφενεία, οι μουσικές στους δρόμους, τα εστιατόρια, ένα πεθαμένο φαρμακείο με το γέρο του (που θα μπορούσε να γίνει ο μεγάλος ποιητής της πόλης), το παλιό σχολείο της Φανερωμένης, τα αυτοκίνητα, οι τηλεφωνικοί θάλαμοι (σε αχρηστία πια στοιχειώνουν σαν κενοτάφια). Μέσα σ’ όλα αυτά, λοιπόν, ανθίζει η ποίηση.
Και μπορεί να είναι μια συλλογή αφιερωμένη στην παλιά Λευκωσία, ωστόσο η θεματική δεν είναι μονοδιάστατη. Αντίθετα, αναδεικνύονται ζητήματα όπως ο πληρωμένος έρωτας, οι αλλοδαποί οικονομικοί μετανάστες και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, ο υλιστικός κόσμος και κυρίως η μοναξιά μέσα από πολλές πτυχές και εκδοχές (π.χ. η ερωτική μοναξιά και η απομόνωση του μετανάστη). Η ποιήτρια αφηγείται πολλές παράλληλες ιστορίες που, συνήθως, συμβαίνουν βράδυ ή ξημέρωμα και συχνά υπό βροχή (κάτι που παραπέμπει στον Νώε).

Η ευαισθησία, η θλίψη και η μελαγχολία που διατρέχει τη συλλογή, οι ποιητικές αμφισημίες, οι μεταφορές, οι υπερρεαλιστικές εικόνες και οι αντιθέσεις (τότε/τώρα, έρωτας και ζωή/θάνατος: κραυγή ζωής, σιωπή θανάτου, η ίδια θλίψη κάθε βράδυ φέρνει τους χαρούμενους νέους) ντύνουν τα θέματα με ένα γοητευτικό τρόπο και διαμορφώνουν μιαν ατμόσφαιρα που συναντά κανείς στον νοσταλγικό μαυρόασπρο κινηματογράφο. Η ποιητική συλλογή «Ο Νώε στην πόλη» είναι τελικά η ελεγεία ενός κόσμου που χάνεται. Ή χάθηκε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου