Κατάδυση στο χρόνο, Χρήστου Αργυρού

Η έκδοση μιας ποιητικής συλλογής από ένα νέο άνθρωπο, δε θα ’πρεπε να περνά απαρατήρητη. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, την εποχή στην οποία τα πάντα κινούνται γύρω από δείχτες οικονομικούς και οι πάντες περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται. Η ποίηση δεν έχει λεφτά, λέει ο Ρόμπερτ Γκρέιβς, αλλά και από την άλλη, προσθέτουμε, ευτυχώς, ούτε και τα λεφτά έχουν ποίηση. Μια νέα, λοιπόν, ποιητική φωνή με λόγο καθαρό και γνήσιο έρχεται να καταθέσει τη δική της οπτική, τη δική της ερμηνεία για τον κόσμο μας.
Είναι, μάλιστα, μια δυναμική εμφάνιση στο ποιητικό προσκήνιο, αφού η συλλογή Κατάδυση στο χρόνο, του Χρήστου Αργυρού που εκδόθηκε το 2008, μοιράστηκε με την Τίτσα Διαμαντοπούλου το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη.
Η ποίηση του Χρήστου Αργυρού πατάει γερά στα πόδια της, διαθέτει προσωπικό ύφος, έχει αφομοιώσει ποικίλα εκφραστικά μέσα και συνδιαλέγεται γόνιμα με την παράδοση, ώστε να μιλήσει με εύσχημο τρόπο και οξυδέρκεια για το σήμερα. Κυριαρχεί ο στοχασμός, η ενατένιση, η καταβύθιση στη μνήμη και η συνομιλία με το χρόνο, η ευαισθησία, η έντονη δραματικότητα, ο υπαινιγμός, η ειρωνεία, ο εξομολογητικός τόνος. Ο ποιητής έχει καταγράψει στη συλλογή του τη δική του εκδοχή του κόσμου που μας περιβάλλει, αθέατου και θεατού. Με τρόπο που το απρόσιτο καθίσταται προσιτό και το ανοίκειο οικείο.
Όπως πολύ εύγλωττα καταγράφεται στον τίτλο, ο ποιητής καταδύεται μέσα στο χρόνο. Κι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της συλλογής. Ο Χρήστος Αργυρού εκμεταλλεύεται στο έπακρο την «τρισυπόστατη» φύση του. Ως αρχαιολόγος έχει χαρτογραφήσει το χώρο του, έχει οριοθετήσει τις ανασκαφικές του τομές και τους μάρτυρες, έχει ανασκάψει στα σκάμματα και έχει επεξεργαστεί τη στρωματογραφία, ανασύροντας από τα βάθη του χρόνου πρόσωπα, γεγονότα, ιδέες και ξεχασμένα αντικείμενα. Και για να θυμηθούμε τον Αριστοτέλη, ως ιστορικός έχει καταγράψει τα γενόμενα, αλλά ως ποιητής έρχεται να δώσει μια νέα ερμηνεία πέρα από τα φαινόμενα. Έτσι, ενώ η ιστορία παρουσιάζει τα ειδικά, η ποίηση τα γενικεύει και τα ανάγει στο καθολικό.
Με αυτό τον τρόπο, «η ιστορία προκαλεί τη συνείδηση του ποιητή και την ευαισθησία του». Η ποίηση μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά με τη διεισδυτική της ματιά τα ιστορικά γεγονότα, να συλλάβει τους κραδασμούς που η ιστορία αδυνατεί να καταγράψει. Με λίγα λόγια, εκεί που σταματά η ιστορία, αρχίζει το έργο της ποίησης. Έτσι πρέπει να λειτουργεί η ποίηση και ο ποιητής απέναντι σε κορυφαία ζητήματα που αφορούν την ιστορία, το λαό του και την ανθρωπότητα. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε τρεις από τους σημαντικότερους ποιητές μας, των οποίων η παρουσία, άλλοτε εμφανής κι άλλοτε αμυδρή, υποκρύπτεται πίσω από ορισμένα ποιήματα της συλλογής: τον Καβάφη για την κατανόηση της ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου, τον Σεφέρη και σ’ ένα βαθμό τον Αναγνωστάκη για την εποχή από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξής. Ο ποιητής φέρει αβάστακτο το βάρος της ιστορίας στη συνείδησή του, γι’ αυτό αισθάνεται έντονη την ανάγκη, εκεί που η ιστορία αδυνατεί, να καταδυθεί στη μνήμη, να επικαιροποιήσει τα πεπερασμένα, να αποκαταστήσει την τάξη, την αδικία, να δικαιώσει τον αδύνατο, να κατακεραυνώσει τον ισχυρό, εν τέλει να επιφέρει την κάθαρση.
Ο Χρήστος Αργυρού εντάσσει την οπτική του μέσα στο ρεύμα της παράδοσης, της ιστορίας και της ποίησης, της γραμμής που ξεκίνησε από τον Όμηρο, τους μεγάλους ποιητές και τραγικούς, τη Βυζαντινή εποχή, το δημοτικό τραγούδι και τη νεοελληνική κληρονομιά. Η θεματική του, εν πολλοίς ελληνοκεντρική, προδίδει τις σπουδές, την ενασχόληση και προτίμησή του για τη βυζαντινή και γενικά τη μεσαιωνική περίοδο. Άλλωστε, Ο άνθρωπος του βασιλέως, το μυθιστόρημά του που κυκλοφόρησε το 2009 διαδραματίζεται στη διάρκεια της βυζαντινής περίοδου της Κύπρου. Τα ποιήματα συνοδεύονται από πλήθος παρακειμενικών στοιχείων: αφιερώσεις με σχόλια, προμετωπίδες με αποσπάσματα πηγών, αλλά και επεξηγηματικές σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, ενδεικτικές της ευσυνειδησίας ενός ερευνητική.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής Των αστεριών τα περπατήματα, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Στ΄, παρασυρμένος από τις προβλέψεις του αστρολόγου Παγκράτιου, επιτίθεται απερίσκεπτα κατά των Βουλγάρων το 792 και υφίσταται συντριπτική ήττα. Στο δεύτερο ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης βρίσκει φρικτό τέλος εξαιτίας των αυθαιρεσιών της βραχύβιας βασιλείας του.
Για τον ποιητή είναι μια ευκαιρία να στοχαστεί την ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη μανία για εξουσία, τη διασάλευση της τάξης, την ύβρη που οδηγεί στην τιμωρία. Όπως ο Κεκαυμένος, που κατέγραψε τα γεγονότα της εποχής, συλλογίζεται κι αυτός τη ματαιότητα του κόσμου και την αιφνίδια αλλαγή της τύχης. Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου του Στ΄:

Ίσως το πιο αισιόδοξο της θλιβερής και άτακτης μάχης
ήταν που μαζί με τις προφητείες και τα λόγια τα κενά
έτσι κι ο Παγκράτιος ο αστρολόγος χάθηκε στο άγριο φονικό.

Όσο για τον Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτη:

έπεσε έξω, είναι αλήθεια, απ’ τα σχέδιά του
κι αστόχαστα εμπλέχτηκε μέσα στους δολοφονικούς ιστούς
της λάγνας εξουσίας.
…………………………………………
ήταν να τον λυπάσαι, σαν ζητιάνος ήταν,
ήταν σαν γέρος έρημος,
που, αφού τον ξεζουμίσαν τα παιδιά του,
τον αφήκαν,
ήταν σαν άστρο που έφεγγε κι εχάθη.

Στη βυζαντινή εποχή τοποθετείται και το ποίημα Απαντήσεις σε Λατίνο επίσκοπο. Ο επίσκοπος της Κρεμώνας Λιουτπράνδος, το 968 μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και στην αφήγησή του εκφράζεται πολύ αρνητικά για την αυτοκρατορική αυλή και τους Έλληνες. Ο ποιητής δεν του χαρίζεται, έντονα ειρωνικός, σαρκαστικός, τού απαντά μια χιλιετία και πλέον από τότε:
«Ειλικρινά χεστήκαμε Λιουτπράνδε της Κρεμώνης,
έχουνε δει τα μάτια μας χιλιάδες σαν εσένα»
θα του ψιθύριζαν περήφανα μα και μ’ αλαζονεία οι παλατιανοί στ’ αφτί
σαν τα μαθαίναν τα γραφόμενά του.

Τα ποιήματα Το σήκωμα του ρήγα Αλέξη και των χωργιατών και Χούλου αναφέρονται στην περίοδο που η Κύπρος τελούσε υπό την εξουσία των Φράγκων. Εξετάζεται κι εδώ η θέση των ανθρώπων μέσα στην ιστορία, η μοίρα των αδύνατων. Ο ρήγας Αλέξης, που ξεσηκώθηκε κατά των δυναστών, υπέκυψε τελικά μπροστά στους ισχυρούς:

Έτσι κι εγίνηκε η σφαγή, σαν η Φραγκιά το φονικό άρχισε,
κι οι ταπεινοί, ως είθισται, ταπεινωθήκαν.
Κι ο ρήγας Αλέξης, της Κάτω Μηλιάς παιδί,
σαν μήλο κάτω απ’ τη μηλιά κρεμόταν στα σκοινιά,
μες στα τειχιά της Λευκωσίας.

Ο ποιητής συνδέει υπόγεια και υπαινικτικά το ποίημα και την εξέγερση, με την αναφορά στη γενέτειρα του ρήγα Αλέξη, την κατεχόμενη σήμερα από τους Τούρκους Μια Μηλιά και τη διαχρονική μοίρα του τόπου. Μπορεί η επανάσταση να κατεστάλη, ωστόσο, τούτος ο τόπος και η ιστορία του θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Οι εκάστοτε κατακτητές θα είναι παροδικοί, όπως κι αν αυτοί ονομάζονται, Φράγκοι ή Τούρκοι.

Η Ιωάννα Ντ’ Αλεμάν, η Ροδαφνούσα του δημοτικού τραγουδιού, παρεισφρέει στο ποίημα Χούλου, καθώς η νεανική παρέα του ποιητή περιφέρεται στο χωριό, για να ικανοποιήσει τη λαογραφική της περιέργεια.

Με τυμπανοκρουσίες πως ψάξαμε να βρούμε λαίμαργα
την καύχα Ιωάννα Ντ’ Αλεμάν! λέει ο ποιητής.

Η Ιωάννα, χήρα του Ιωάννη ντε Μοντολίφ της Χούλου, ερωμένη του Φράγκου βασιλιά Πέτρου Α΄ που υπέφερε τα πάνδεινα από τη σύζυγό του Ελεονώρα, συμβολίζει την Κύπρο, την οποία πόθησαν και καταδυνάστευσαν πολλοί κατακτητές.
Και τα δύο αυτά, λοιπόν, ποιήματα πραγματεύονται τη διαχρονική μοίρα της Κύπρου, την κατάκτηση του νησιού και την καταπίεση. Και ασφαλώς πρέπει να ιδωθούν μέσα από το πρίσμα της σύγχρονης εποχής, της ημικατεχόμενης τουρκοκρατούμενης πατρίδας.

Τα ποιήματα Terra Sigillata και Τσουκάλι έχουν ιστορικό-αρχαιολογικό χαρακτήρα. Σ’ αυτά εκφράζεται η χαρά και η έκπληξη του αρχαιολόγου, όταν μέσα από τη γη προβάλλουν απρόσμενα ευρήματα έπειτα από πολλούς αιώνες. Ταυτόχρονα, όμως, ο ποιητής στοχάζεται το πεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης και την καταβύθιση στη λήθη εποχών και ανθρώπων.

Terra Sigillata απεφάνθη ο νεαρός αρχαιολόγος.
Δύο έκτυπες μορφές ζωντάνευαν μέσα απ’ τον πηλό,
με τα insignia και την επίσημη αμφίεσή τους.
Υπάτοι, συγκλητικοί, παλατιανοί, εν πάση περιπτώσει
αξιωματούχοι της χριστιανικής αυτοκρατορίας των Ρωμαίων˙
ένα χριστόγραμμα στα ενδύματά τους μαρτυρούσε
τη χριστιανική πεποίθησή τους.
Όλα γενήκαν ως απαιτούσε η ανασκαφική μεθοδολογία,
όλα απαντηθήκαν:
μέτρηση βάθους, καταγραφή, περιγραφή.
Μα για τα άλλα, τα σπουδαία και τα ουσιαστικά;
Ποιοι να ’ταν, ποιο τ’ όνομα και η γενιά τους;
Σ’ αυτά απαντήσεις δεν θα βρει
ο νεαρός αρχαιολόγος, ξάγρυπνος στην Αμφίπολη.

Το ποίημα αυτό αξίζει να συναναγνωστεί με την Έγκωμη του Σεφέρη τη στιγμή της ανασκαφής.

Ήταν μια πολιτεία παλιά, τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδέτη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Το σύντομο ποίημα Για τα σύννεφα με την έντονη φιλοπαίγμονα διάθεση και ειρωνεία, αναφέρεται στη νεφελοκοκκυγία του Αριστοφάνη, με πρόθεση να διακωμωδήσει τη σημερινή εποχή και κάθε είδους ουτοπία. Στο ποίημα Προφάσεις, ο ποιητής με σαρκασμό θυμάται την ομορφιά της Ελένης του Τρωικού πολέμου, για να στηλιτεύσει τη σύγχρονη υποκρισία, τη βαρβαρότητα και το δίκαιο του ισχυρού.

Τουλάχιστον οι αρχαίοι
σοφιζόντουσαν
ρομαντικότερες προφάσεις
στους πολέμους των.
Την ομορφιά σου Ελένη
στο Ιράκ
αντικατέστησαν
με όπλα μαζικής καταστροφής
οι Αμερικάνοι.

Τα ποιήματα Η βρύση της Λέμπας και τα Φυδκιώτικα, με την εύστοχη χρήση ιδιωματισμών της κυπριακής διαλέκτου, είναι εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα, αλλά έχουν και πάλι να κάνουν με το αρχαιολογικό-λαογραφικό ενδιαφέρον του ποιητή. Η βρύση της Λέμπας φέρει ως προμετωπίδα το γνωστό στίχο Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι’ δες από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Ταυτόχρονα συνδιαλέγεται σ’ ένα βαθμό και με την Ανεράδα του Βασίλη Μιχαηλίδη:

Καθώς δεκάδες ανεράδων, ξωτικών μάτια με παρακολουθούσαν
πίσω από τις φυλλωσιές των δέντρων.

Μέσα από τα ποιήματα Το ασπρόγιασμαν, και το Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας ο ποιητής συνδέει το θέμα του θανάτου με πτυχές της σύγχρονης ιστορίας και τις συνέπειες και τις πραγματικότητες που διαμορφώθηκαν μετά την τούρκικη εισβολή. Ο ποιητής στέκεται στοχαστικά απέναντι σ’ αυτό το μέγα γεγονός, την αναπότρεπτη μοίρα του ανθρώπου. Στο ασπρόγιασμαν, το καλύτερο ποίημα της συλλογής κατά την προσωπική μας άποψη, η τραγική έλευση του θανάτου δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να υπερπηδήσει τα σύνορα της πραγματικότητας, όπως δεν μπορεί να κάνει ο ιστορικός και να εισέλθει στο χώρο του μεταφυσικού, εξωλογικού στοιχείου, απηχώντας μια μακρινή, έστω, σχέση με το ποίημα Στα στέφανα της κόρης του, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και την παραλογή Του νεκρού αδελφού, την κοινή, ίσως, πηγή και των δύο. Ο θάνατος διαγράφει τα προβλήματα και τις διαφορές της εφήμερης ζωής και οι νεκροί τις νύχτες εγείρονται από τα μνήματα των γειτονικών νεκροταφείων, το χριστιανικό και το τούρκικο, ασπάζονται ο ένας τον άλλον και χαιρετιούνται. Έτσι, μπροστά στο φόβο της ζωής, ο θάνατος πεθαίνει, αποφαίνεται ο ποιητής. Αυτό που απομένει ως επίμετρο είναι η εξισωτική δύναμη του θανάτου και στο τέλος η συμφιλίωση.

Στο φόβο του θανάτου η ζωή υποκλίνεται.
Ήδη τις νύχτες οι νεκροί χαμογελώντας βγαίνουν από τα μνήματα,
ασπάζονται και χαιρετιούνται πάνω απ’ το μεσότοιχο:
-γεια σου Οσμάν
-merhaba Petris bey
-γεια σου Τζεμαλιέ
Ύστερις πάλι ξέγνοιαστοι ξαναεπιστρέφουν στα κιβούρια.
Στο φόβο της ζωής ο θάνατος πεθαίνει.

Στο Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας, οι ζωντανοί φθονούν τους νεκρούς, οι οποίοι δεν αποδήμησαν ποτέ από τον τόπο τους και έτσι ο θάνατός τους αποδεικνύεται γλυκύς. Στο ποίημα προβάλλεται η πίστη πως είναι ευτυχής σύμπτωση για τον άνθρωπο, όταν ο γενέθλιος τόπος συμπέσει με τον τόπο του θανάτου. Αναδεικνύεται έτσι η αγάπη προς τη σκλαβωμένη γη. Η Κερύνεια εδώ, και η Καρπασία και η Γιαλούσα σε άλλα ποιήματα της συλλογής, ανάγονται σε σύμβολα του αγώνα κατά της κατοχής, όπως συμβαίνει με την ποίηση πολλών άλλων ποιητών μετά το 1974 και ιδιαίτερα του Μόντη.

Σε τούτο τον μακάριο χώρο
που αλλιώς θα μας εφάνταζε μακάβριος
οι ζωντανοί φθονούνε τους νεκρούς.
Ο ποιητής αχολογά στα αφτιά μας:
να μη μου δώκει η μοίρα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου
σε ξένο χώμα μακρινό
γιατί αλλού δεν είν’ γλυκός
παρά στον τόπο τον δικό
του θανάτου ο ύπνος.

Στο ποίημα Επιθανάτιο επανέρχεται ο στοχασμός, με μια δόση πικρής ειρωνείας, για το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής. Ο θάνατος ενός φίλου, είναι το μήνυμα, μια καρτ ποστάλ που φτάνει κοντά μας με το ταχυδρομείο και καθίσταται η αφορμή για την εξοικείωση με το τραγικό γεγονός και τη συμφιλίωση με το επερχόμενο τέλος.
Στην ίδια κατηγορία ποιημάτων, ας μας επιτραπεί να τα ονομάσουμε πιο προσωπικά, ανήκουν και τα ποιήματα Στην καρδιά, με την ερωτική θεματική του (που απηχεί σ’ ένα βαθμό το γνωστό ποίημα του Αναγνωστάκη Το σκάκι), Το πιάνο, με τον έντονο υπερρεαλισμό του, και το ποίημα Κανακέματα, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, που συνομιλεί με τη δημοτική παράδοση και ιδιαίτερα τα Νανουρίσματα. Το ποίημα Ο στίχος (και σ’ ένα βαθμό το Ελληνικό κοιμητήριο Κερύνειας) αναφέρεται σε θέματα ποιητικής, στο σάστισμα μπροστά σ’ ένα λαμπρό στίχο και την επιλογή των κατάλληλων λέξεων, θυμίζοντας έτσι την ποιητική του Μόντη, του Τίτου Πατρίκιου και άλλων ποιητών.
Το τελευταίο ποίημα της συλλογής έχει τον τίτλο Το μακρυνάριν και φέρει την αφιέρωση: των παππούων τζιαι των στετάων μου. Και εδώ ο ποιητής έχει τη συναίσθηση ότι ζει εντός της ιστορίας μέσα από τις βιωματικές του εμπειρίες. Το μακρυνάριν είναι το σπίτι των παππούδων του στην κατεχόμενη Γιαλούσα, το οποίο επισκέφθηκε επανειλημμένα. Η εικόνα του ανάγλυφου υπέρθυρου με το σταυρό και τη χρονολογία 1798 και τα αρχικά ΙC και ΧΝ, δηλ. «Ιησούς Χριστός Νικά», που κοσμεί το εξώφυλλο της συλλογής, προέρχεται από αυτό το σπίτι. Οι συνέπειες τις τούρκικης εισβολής, η επώδυνη μνήμη και η θλίψη, η αγάπη για το γενέθλιο τόπο, η εμψύχωση του σπιτιού, το οποίο μοιάζει με κορμί πεσμένο που ψυχορραγεί με τραύματα διαμπερή, καθιστούν το ποίημα μια ανοιχτή, ανεπούλωτη πληγή.

Πετρώνω σαν την πέτρα
που είναι σκαλισμένοι οι αριθμοί.
Νόμιζα τόσα χρόνια αρχαιολογώντας
πως είχα νιώσει την παλαιότητα του κόσμου.
Ψηλαφώ τις πέτρες και τα λιωμένα ξύλα
σαν να ’ναι μέλη κόρης που πρωτοερωτεύεσαι.
Ενώνομαι με το ακρωτηριασμένο παρελθόν μου.
Βραδιάζει…
Δεν περίμενα ποτέ πως η άφιξη της νύχτας θα μου ήταν τόσο ανεπιθύμητη.

Και αυτό το ποίημα απηχεί έντονα την τεχνική του Σεφέρη κυρίως το Λεπτομέρειες στην Κύπρο αλλά και το ποίημα Ένας γέροντας στην ακροποταμιά, που γράφτηκε στο Κάιρο μέσα στη δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τότε που ακόμα δε διαγραφόταν καμιά ελπίδα στον ορίζοντα για απελευθέρωση. Η απόγνωση ήταν εμφανής, αλλά ο ποιητής θα αρθεί πάνω από την τρέχουσα επιφάνεια της ιστορίας, θα αποστασιοποιηθεί και μέσα στην πορεία του χρόνου θα συλλογιστεί:

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι
τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα ή
έστω και για τα μεγάλα˙

Έτσι και Στο μακρυνάρι, ο ποιητής παρά τον πόνο του, βλέπει πέρα από την επιφάνεια της ιστορίας. Η χρονολογία 1798, χαμένη πίσω στο βάθεμα του χρόνου και τους αιώνες και κυρίως η επιγραφή «Ιησούς Χριστός Νικά» στο ανώφλι, «φύλακας» όπως αναφέρει «σαν τους λέοντες των Μυκηνών», είναι η συνείδηση του ποιητή, η παρηγοριά που προσβλέπει στο μέλλον.
Είναι εμφανές ότι ο Χρήστος Αργυρού αντλεί τα εκφραστικά του μέσα από την αστείρευτη δεξαμενή των ρητορικών τρόπων της παράδοσης και της σύγχρονης ποίησης. Συνδιαλέγεται γόνιμα με την ιστορία, διαμορφώνοντας μια νέα οπτική πάνω στα γεγονότα, ανασύροντας το καθολικό από το ειδικό και προσδίδοντάς του επικαιρότητα, συγχρονίζοντας έτσι τη γνήσια ποιητική του φωνή με το παρελθόν και το παρόν. Οι στίχοι του διακρίνονται από πυκνότητα και απλώνονται σε πολλές κατευθύνσεις, ρίχνοντας πολλαπλές γέφυρες με τις ποικίλες συνδηλώσεις τους. Ο ποιητής αφήνει σκόπιμα στους στίχους του απηχήσεις, επηρεασμούς, γλωσσικά αποτυπώματα, για να τα ακολουθήσει ο ιχνηλάτης-αναγνώστης και να φτάσει στις πηγές του: Θεοφάνους Χρονογραφία, Κεκαυμένος-Στρατηγικόν, Λεόντιος Μαχαιράς, δημοτικό τραγούδι, Διονύσιος Σολωμός, Βασίλης Μιχαηλίδης, Σεφέρης, Καβάφης (ενδεικτικό είναι το ποίημα Κάθε βράδυ ερχόταν), Μόντης ανάμεσα σ’ άλλους. Ανακεφαλαιώνοντας, η ποίηση του Χρήστου Αργυρού κινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την πλημμυρίδα και την άμπωτη της ιστορίας, με θέματα ιδωμένα μέσα από την προσωπική ματιά και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Είναι η ανάγκη που νιώθει να τοποθετηθεί απέναντι στα μεγάλα υπαρξιακά ζητήματα. Ή όπως αλλιώς το λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, Η ποίηση δεν είναι τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.