Τα πηγάδια της ιστορίας (πάλι)


Τα πηγάδια της ιστορίας, Χρ. Χατζήπαπας

    Μπορεί κανένας στίχος σήμερα να μην ανατρέπει καθεστώτα, να μην κινητοποιεί τις μάζες, όπως λέει ο Τ. Πατρίκιος, αλλά, ωστόσο, ο ποιητής οφείλει να πράξει το καθήκον του. Οφείλει να απευθυνθεί στη συνείδηση του λαού του, να κατακρίνει την αδικία, να ξεσκεπάσει την υποκρισία, να καταδικάσει όσους ασελγούν σε βάρος του τόπου του. Ξαναδιαβάζοντας τη συλλογή «Τα πηγάδια της ιστορίας» του Χρίστου Χατζήπαπα, που εκδόθηκε το 2012, σ’ αυτές τις δραματικές ώρες που διέρχεται η πατρίδα μας, τη στιγμή που η οικονομία σωριάζεται σε ερείπια και συμπαρασύρει μαζί της την καθημερινότητά μας όπως την ξέραμε μέχρι τώρα, διαπιστώνει κανείς την επικαιρότητα του στίχου του.  Αυτή η αναβάπτιση ή αναδιάταξη του στίχου στα πλαίσια της ποιητικής αμφισημίας αποκτά έτσι ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο στίχος αυτονομείται ανεξάρτητα από την αρχική πρόθεση του δημιουργού και αποκτά μια ιδιαίτερη δυναμική μέσα στα εκάστοτε κοινωνικά, πολιτικά ή και οικονομικά συμφραζόμενα. Προϋπόθεση είναι, βέβαια, η ποιότητα της ποίησης. Και, ευτυχώς, σ’ αυτή την περίπτωση, του Χρ. Χατζήπαπα, η ποιότητα είναι εμφανής από το πρώτο ποίημα, τους πρώτους στίχους.
    Για τη θλιβερή σημερινή κατάσταση ο ποιητής δε χαρίζεται σε κανέναν, ούτε στον εαυτό του, στο λαό του και κυρίως  στους πολιτικούς που φέρουν ακέραιη την ευθύνη, μαζί με όσους πλιατσικολόγους οικονομικούς παράγοντες και τραπεζίτες λεηλάτησαν τον τόπο μας. Γιατί ο Χρ. Χατζήπαπας μπορεί να αφορμάται, στην αρχική του πρόθεση, από το αδιέξοδο στο κοινωνικό και κυρίως πολιτικό μας πρόβλημα, το κυπριακό, ωστόσο η νοοτροπία και η συμπεριφορά που στηλιτεύει εξακολουθεί να είναι η ίδια και σ’ αυτή την περίπτωση, είναι αυτή που μας οδήγησε ώς εδώ.
    Ο Χρ. Χατζήπαπας επανακάμπτει στην ποίηση μετά από πολλά χρόνια και επτά βιβλία πεζογραφίας. Βέβαια, δεν την εγκατέλειψε ποτέ, γιατί η ποίηση είναι διάχυτη στα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, όπως και οι εκφραστικοί του τρόποι. Άλλωστε, σ’ ένα βαθμό, ακολουθεί την ίδια θεματική που συναντά κανείς στην πεζογραφία του.
    Η συλλογή δομείται σε δύο μέρη. Ο τίτλος στο πρώτο «Της γλυκείας χώρας Κύπρου που μισή και σερνάμενη την καταντήσαμε» είναι ενδεικτικός του αντιθετικού σχήματος που παραθέτει ο ποιητής. Ενώ το δεύτερο «Της ύπαρξης, του έρωτα και του θανάτου» σ’ ένα βαθμό λειτουργεί εξισορροπητικά στον οξύ καταγγελτικό λόγο του πρώτου μέρους. Γενικά, στη συλλογή αναπτύσσονται με παρρησία οι προθέσεις του δημιουργού και οι ποικίλες όψεις της θεματικής του: κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία και την πολιτική ηγεσία, αυτοσαρκασμός, αγωνία για την πατρίδα, επικαιροποίηση της ιστορίας, ζητήματα ποιητικής, υπαρξιακή ενατένιση και φιλοσοφικός στοχασμός,  έρωτας και  θάνατος.
    Ο Χρ. Χατζήπαπας παραμένει, έτσι, πιστός στον καταγγελτικό του λόγο. Είναι ένας βαθιά πολιτικοποιημένος συγγραφέας, ο οποίος δεν επαναπαύεται ούτε αυτοπεριορίζεται στα όρια του γραπτού του έργου, αλλά ως ενεργός πολίτης παρεμβαίνει και μετουσιώνει σε βίωμα ζωής και πράξης τις αρχές του και υψώνει κραυγή αγωνίας για όσα στραβά εντοπίζει η ποιητική του ευαισθησία. Για να μιλήσουμε με τους όρους των ημερών, αυτό που συνάγεται από την ποίησή του είναι πως πριν το κούρεμα των μισθών, των συντάξεων και των καταθέσεων, υποστήκαμε το κούρεμα της ηθικής μας. Ο ποιητής καταδικάζει τους υπαίτιους και μέσα από τη λυτρωτική αυτή διαδικασία παίρνει τελικά την εκδίκησή του. Κάπως έτσι το είπε, άλλωστε, ο Ελύτης στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ. Τι αντιπροσωπεύει η ποίηση σε μια τέτοια κοινωνία ηθικού χάους; Είναι ο μόνος χώρος όπου η δύναμη των αριθμών δεν έχει πέραση.
    Η θλίψη που διατρέχει την ποιητική συλλογή, μπορεί να πει κανείς, είναι η θλίψη και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζουν πια την καθημερινότητά μας, την καθημερινή ζωή του λαού. Ο ποιητής γίνεται έτσι ένα με το λαό, ταυτίζεται με το λαό, μπαίνει μπροστά, δεν κρύβεται στις σκιές και στα προσχήματα, στην υποκρισία των λέξεων, τις περιστροφές. Εκφράζει την οργή του λαού για τους πολιτικούς, τους ανάξιους για την ιστορία του τόπου, που αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.

Η κενότητα των λόγων σας/η ματαιότητα των πράξεών σας/υπνηλία μου φέρνουν/θανατερή
θα πει στο ποίημά του «Ύπνος αντιποιητικός»

και στο «Νοός Ανάσταση»:
Πολιτικοί της πεντάρας/αρχιερείς γυμνοί από φαιλόνια/και χρυσά/άσπρα βρακιά όλοι/μηδενός εξαιρουμένου/βρακιά χεσμένα

    Υπό την ίδια οπτική, το ποίημά του «Ολετήρ», αν και είναι σαφής η πρόθεση του ποιητή να φωτογραφίσει συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, σε μια δεύτερη ανάγνωση αποκτά διπλή επίκαιρη σημασία, γιατί ο Ολετήρ ταυτίζεται με όσους μας έφεραν στο δραματικό αυτό αδιέξοδο, δικούς μας και ξένους:
Δικός μας ο ολετήρ/ολόδικός μας/γέννημα θρέμμα της γης μας-/νυν υπό κατοχή/εξ υπαιτιότητός του./Τον είχαμε στείλει νωρίς αλλού/έμαθε νέα ήθη/τέχνες πολεμικές/προδοσίες φίλων./Επέστρεψε ευπρεπής/κρυπτόμενος/τυφεκιοφόρος/ελευθερωτής-/μας έβαλε μπουρλότο από αγάπη/της πατρίδος/θηλιά στο λαιμό

Και αλλού, στο ποίημα «Ηττημένος», την ώρα που τα πάντα σωριάζονται σε ερείπια, οι ταγοί μας, οι υπεύθυνοι, ασελγούν και ασεβούν σε βάρος του λαού. Διαβάζουμε:

Ηττημένοι θα πει/των οικιών ημών εμπιπραμένων/ημείς άδομεν/και ερίζομεν περί όνου σκιάς/σε κομματικά μετερίζια/μιας ανήκουστης/μεταδιδόμενης ψυχοπάθειας/αγαπητή μου πατρίδα

    Αυτή την κατάσταση ακριβώς βιώσαμε και βιώνουμε τους τελευταίους δύο μήνες. Οι πολιτικοί διαπληκτίζονται στα κανάλια για το ποιοι έχουν τις μεγαλύτερες ευθύνες, βυθίζοντας με την αναισχυντία τους το λαό στην απελπισία, την απόγνωση, όπως παραδέχεται ο ποιητής στο ποίημα «Δε με ενδιαφέρει». Αντιγράφουμε:
Α, κι οι πολιτικοί/που μου αμαυρώνουν/όποιες αιθρίες πια μου απόμειναν-/το ίδιο-/μηδαμώς με απασχολούν/ιδίως τελευταία/που κάτι ψιλόβροχα/μου δανείζουν/την απέριττη σιωπή τους.

    Ο ποιητής τους έχει σιχαθεί. Το «καθρέφτισμα των λόγων σας/της θρασύτητάς σας/εγώ τα έχω σιχαθεί», θα παραδεχτεί στο ποίημα «Ύπνος αντιποιητικός». Αλλά, βέβαια, και ο λαός δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Τόσον καιρό κοιμόταν μακάριο ύπνο, απαθής, αποχαυνωμένος σε μια ψευδαίσθηση υλιστικής ευδαιμονίας και επίπλαστης ελευθερίας, εκχωρούσε αφελώς τη βούλησή του και ενεχυρίαζε απερίσκεπτα την τύχη του στους ηγήτορές του. Τελικά, καταθέσεις χρημάτων είχαμε, καταθέσεις ηθικής δεν είχαμε. Και για να θυμηθούμε τον Παντελή Μηχανικό: «Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος […] Κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα». Εδώ, στον Χρ. Χατζήπαπα οι μέλισσες έγιναν Σαν πτώμα με μύγες πράσινες/να γυροφέρνουν/την πατρίδα μου την ίδια (Ύπνος αντιποιητικός).
    Και, εμείς, όπως παραδέχεται ο ποιητής αυτοσαρκαζόμενος: Τώρα/αφυδατωμένοι/ρακένδυτοι/χωρίς δυνάμεις/προχωράμε ασθμαίνοντας/αυτάρεσκα/στο μέλλον… (Τα πηγάδια της ιστορίας)
[…] στα μέρη μας/τα ξηρικά […] το σεληνιακό τοπίο της ψυχής/μέσα στη σκόνη των ερήμων μας/[…]βαθιά/στο νεκρωμένο εγώ μας… (Αροδάφνες στον αυτοκινητόδρομο).
Των οικιών ημών εμπιπραμένων/ημείς άδομεν (Ηττημένοι)
    Έτσι φτάσαμε στην έσχατη στιγμή, στο παρά πέντε από τον γκρεμό και την καταστροφή.
μπήγοντας στην καρδιά ο καθένας τ’ αγκάθι του/μοιραζόμενοι τους εμπτυσμούς που μας αναλογούν/τα ραπίσματα […]/είτε κρινόμαστε ανάξιοι κάθε Σταύρωσης/κι από δω και μπρος/ο καθείς τον Γολγοθά του,/μπαγάσηδες (Νοός Ανάσταση).

    Το αποθαρρυντικό είναι πως δε διαφαίνεται φως μέσα σ’ όλη αυτή τη θλιβερή κατάσταση. Τώρα αρχίζει ένας Γολγοθάς δυστυχίας και υποταγής. Όπως λέει ο ποιητής:
«Βρεθήκαμε/να ζούμε μιαν κατάσταση,/να την υπερασπιζόμαστε,/καθώς λεν, με το αίμα μας/και να τη μισούμε/με κρύα σοφία/και κοσμιότητα/[…] Μπορεί να μείνουμε κι έτσι/ως τη συντέλεια/πρότυπα υποταγής/μαζικής τρέλας/σαν είδος ζωής» «Μπορεί να μείνουμε κι έτσι».

    Αυτή, βέβαια, είναι μια δεύτερη ανάγνωση υπό το φως των νέων δεδομένων. Δεν ξέρω πόσο αυθαίρετη μπορεί να είναι. Πάντως, η συλλογή γράφτηκε όταν πια οι αστραπές ξεσπούσαν στο βάθος του ορίζοντα και η καταιγίδα ορμούσε προς τα μέρη μας μ’ όλη την έντασή της. Αν λάβουμε υπόψη ότι της οικονομικής κατάρρευσης προηγήθηκε η ηθική και η πολιτική χρεοκοπία, όπως την περιγράφει ο Χρ. Χατζήπαπας, δεν απέχουμε και πολύ από αυτή την ερμηνεία. Εξάλλου, η συνείδηση του ποιητή δεν κοιμάται ποτέ. Οι ευαίσθητες κεραίες του είναι ικανές να συλλάβουν τις δονήσεις της επερχόμενης τραγωδίας. Η πρώτη ανάγνωση αναδεικνύει ξεκάθαρα την πρόθεση του ποιητή. Είναι η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το πολιτικό μας πρόβλημα, το κυπριακό, ο ρόλος των ανάξιων πολιτικών, ο ευδαίμων ύπνος του λαού μας. Αλλά η ποίηση αυτή δίνει μια ζοφερή εικόνα της πραγματικότητας. Υπάρχει αισιοδοξία, υπάρχει απάντηση στο αδιέξοδο και τη συλλογική μας θλίψη; Υπάρχουν μερικές νησίδες αισιοδοξίας στο πρώτο μέρος της συλλογής, το πιο απαισιόδοξο. Ευτυχώς, αροδάφνη,/ευδοκιμείς ακόμη στα μέρη μας/τα ξηρικά/στην πέτρα/τον ασβεστόλιθο/το σεληνιακό τοπίο της ψυχής/μέσα στη σκόνη των ερήμων μας (Αροδάφνες στον αυτοκινητόδρομο), θα πει ο ποιητής.
    Είναι η αντίστιξη που υπάρχει εδώ ανάμεσα στο ευτυχώς και τα ξηρικά μέρη και αλλού  στην αθωότητα της γλυστρίδας στο ποίημα «Αθωότητα», στο κυκλάμινα στο ποίημα «Κυκλάμινα στο Ντουπρόβνικ», στο ταπεινό λουλούδι που μεταμορφώθηκε σε φούλι στο «Παραμύθι για το φούλι» ή το μικρό εγγονό του Χρ. Χατζήπαπα, το Φιλιππούδι, στο ποίημα «Δαγκωνιές στο σώμα». Είναι προφανές πως τα λουλούδια και τα παιδιά, αλλά και η χαρακτηριστική ειρωνεία  και ο σαρκασμός που μετατρέπεται πολλές φορές σε αυτοσαρκασμό λειτουργούν λυτρωτικά, επιφέροντας μια κάποια λύση, την κάθαρση σ’ ένα βαθμό. Κυρίως, όμως, είναι ο έρωτας που κυριαρχεί στο β΄ μέρος της συλλογής ως αντιστάθμισμα στην απαισιοδοξία του πρώτου μέρους.
    Στην πρώτη ανάγνωση συχνή είναι η αναφορά σε κατεχόμενα μέρη, όπως ο Πενταδάχτυλος, η Καρπασία, η Λάπηθος, ο Απ. Ανδρέας. Αλλά και λέξεις και φράσεις που παραπέμπουν στις συνέπειες της τούρκικης εισβολής, όπως νυν υπό κατοχή, προδοσίες, κολοβή πατρίδα, ημισέληνος στο αμίλητο βουνό, χαρακώματα, οιμωγές, πολεμιστές, ορύγματα, πρόσφυγες, ξένοι στρατοί δίνουν το περίγραμμα μέσα στο οποίο κινείται ο ποιητής.
    Ο ποιητής αξιοποιώντας την ιστορία και την παράδοση, με την αναφορά π.χ. στην Αροδαφνούσα, τον ήρωα Ανδρέα Δημητρίου, τον Ιουστινιανό, τον Ιουλιανό,  την Άννα Λουζινιάν φωτίζει το σήμερα και αντικρίζει την επικαιρότητα μέσα από μια άλλη οπτική. Συχνά παραπέμπει στην ελληνική μυθολογία: Νέσσος, Μέδουσες, Περσεφόνη, Άδης, Δίας, δημιουργώντας  ένα σύμπαν μυθικών και υπαρκτών προσώπων που γεφυρώνουν τη μεγάλη απόσταση από το απώτατο παρελθόν στο παρόν. 
    Ένας από τους βασικούς άξονες όλου του έργου του είναι η πίστη για ειρήνη και συμφιλίωση στο νησί μας. Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή Τα πηγάδια της ιστορίας, στο οποίο αναπτύσσει ένα τολμηρό θέμα, τις εκατέρωθεν σφαγές μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων:
Τα πηγάδια μας/πολλών χιλιάδων χρόνων/τα μπαζώσαμε/με πτώματα εχθρών/ανεπάρκειες και βλακεία./Τώρα/αφυδατωμένοι/ρακένδυτοι/χωρίς δυνάμεις/προχωράμε ασθμαίνοντας/αυτάρεσκα/στο μέλλον…
    Έτσι, επιβεβαιώνεται πως η ποίηση είναι πιο κοντά στην αλήθεια από την επίσημη ιστορία. Και αν ο ιστορικός, όπως λέγεται, είναι ο προφήτης που βλέπει πάντα προς τα πίσω, ο ποιητής είναι ο προφήτης που βλέπει πάντα προς τα μπρος.
    Τελικά, η μόνη διέξοδος, πιστεύει ο ποιητής σ’ όλη αυτή την κατάπτωση είναι ο έρωτας. Ο έρωτας και η ομορφιά που κυριαρχούν στο δεύτερο μέρος της συλλογής έστω και σε σχέση με το θάνατο, δίνουν μια προοπτική αισιοδοξίας. Είναι η πίστη που επανέρχεται εδώ όπως και στην πεζογραφία του Χρίστου Χατζήπαπα πως η ομορφιά (και ο έρωτας) μπορεί να υπερκεράσει τα αδιέξοδα, να σώσει τον κόσμο, για να θυμηθούμε την περίφημη φράση του Ντοστογιέφσκι  («Ηλίθιος»).
    Ο έρωτας εξιδανικεύεται, πολλές φορές βιώνεται ως θάνατος, στη μνήμη και στο όνειρο επιστρέφουν παλαιές ερωμένες, εφηβικοί έρωτες, στιγμές ερωτικής πληρότητας, ή κυριαρχεί η θλίψη για την ερωτική απουσία, η ερωτική επιθυμία και η ερωτική πράξη, ο πρόσκαιρος, άπιαστος έρωτας, η πτώση από τον ερωτικό παράδεισο και η νοσταλγία. Ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η συναίσθηση του θανάτου, η επώδυνη απώλεια ενός φίλου, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και η μεταφυσική του θείου κόσμου, είναι άξονες οι οποίοι διαπερνούν την ποίησή του.
    Η ποίηση του Χρίστου Χατζήπαπα εντυπωσιάζει με την ποικιλία των ρητορικών της μέσων. Διακρίνεται για τον πεζολογικό της χαρακτήρα και γι’ αυτό συχνά αξιοποιούνται αφηγηματικές τεχνικές των πεζών του κειμένων όπως η μνήμη και το όνειρο. Ή ακόμα και ο ρεαλισμός που συχνά υπονομεύεται με τη συμπαράθεση μνημονικών και ονειρικών συνειρμών. Αλλά από το πεζογραφικό του έργο είναι δανεισμένες και αναφορές διακειμενικού χαρακτήρα, όπως εμπειρίες από ταξίδια στην Ευρώπη, γεγονότα και πρόσωπα. Ταυτόχρονα συνομιλεί και με άλλους σημαντικούς ποιητές, όπως ο Σκαρίμπας, ο Βάρναλης, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ υπάρχουν απηχήσεις του Σεφέρη και του Καβάφη.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χρ. Χατζήπαπα είναι η ιδιαίτερη γλώσσα, όπως αυτή αναπτύσσεται όχι μόνο στο ποιητικό αλλά και το πεζογραφικό του έργο. Αξιοποιείται η τρέχουσα, δημοτική γλώσσα αλλά και λέξεις της λόγιας παράδοσης, της καθαρεύουσας και της γλώσσας της Εκκλησίας, ιδιαίτερα όταν επιχειρεί να κρίνει, να κατακρίνει, να σαρκάσει. Οι ελλειπτικές φράσεις, τα ασύνδετα σχήματα, ο ακαριαίος και πυκνός λόγος, οι παρενθετικές προτάσεις που σχολιάζουν, διευκρινίζουν και η αίσθηση της προφορικότητας και συνεπώς η αμεσότητα της γλώσσας, καθιστούν αποτελεσματική και ελκυστική την ποίησή του.
    Η διεισδυτική ματιά του ποιητή, ο σαρκασμός και το δηκτικό του χιούμορ, η τόλμη στη θεματική του και τη γλώσσα, η αξιοποίηση της ιστορίας και της παράδοσης, η αυτοαναφορικότητα, οι υπαινιγμοί και η πολυσημία, τα αντιθετικά σχήματα πολιτική υποκρισία-απαισιοδοξία και αθωότητα-αισιοδοξία, έρωτας/ομορφιά και θάνατος/ασχήμια, θεός και διάβολος αποτελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο ποιητικής σύλληψης.
    Ο Χρ. Χατζήπαπας αποδεικνύει με αυτή τη συλλογή ότι ξέρει να κινείται με άνεση τόσο στον πεζογραφικό όσο και στον ποιητικό λόγο. Και δεν είναι εύκολο. Επικρατεί η άποψη, λανθασμένη πολλές φορές, ότι ένας καλός πεζογράφος δεν μπορεί να είναι και καλός ποιητής. Στην περίπτωση του Χρ. Χατζήπαπα έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ καλό πεζογράφο και ταυτόχρονα με έναν πολύ καλό ποιητή. Η ποίηση και η πεζογραφία σ’ αυτή την περίπτωση αλληλοσυμπληρώνονται, το ένα είδος φωτίζει το άλλο. Και η περίοδος της ποιητικής αγρανάπαυσής του από την έκδοση της προηγούμενης ποιητικής συλλογής, το 1979 μέχρι το 2013, κατέδειξε ότι για τον Χρ. Χατζήπαπα η ποίηση δεν είναι επάγγελμα. Είναι μοίρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου