Ανθρωπογεωγραφία στα λογοτεχνικά έργα του Γιάννη Κατσούρη

Ένα από τα βασικά γνωρίσματα του λογοτεχνικού έργου του Γιάννη Κατσούρη είναι η ρεαλιστική αφήγηση. Σχεδόν όλα τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του πατούν στέρεα στο έδαφος, στην κυπριακή πραγματικότητα και πολλές φορές σε προσωπικά βιώματα. Και συνεπώς, ο τόπος (και συνήθως ο χρόνος) είναι συγκεκριμένος και δηλώνεται μέσα από ποικίλες τοπογραφικές αναφορές, γεγονότα και υπαρκτά πρόσωπα .
Κυρίως, όμως, στο λογοτεχνικό του έργο κυριαρχεί η Λευκωσία με το ιστορικό της κέντρο και τους λαϊκούς της τύπους που έζησαν στα μέσα του 20ου αιώνα. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε η λειτουργία του χώρου να καθίσταται πρωταγωνιστική. Αυτή η Λευκωσία ήταν ιδιαίτερα οικεία στον Γιάννη Κατσούρη μια και στις παλιές της γειτονιές πέρασε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια. Αναπόφευκτα αυτός ο βιωμένος χώρος και οι μνήμες πέρασαν στη λογοτεχνία του. Ίσως πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο ομότεχνό του.
Όπως η Αγία Πετρούπολη είναι συχνά παρούσα στα έργα του Ντοστογιέφσκι, η Αλεξάνδρεια στον Καβάφη και η Θεσσαλονίκη τον Μανόλη Αναγνωστάκη, έτσι και η Λευκωσία είναι ο τόπος που διαδραματίζονται τα περισσότερα από τα έργα του Κατσούρη. Άλλωστε η Λευκωσία με τον ιστορικό και πολιτιστικό της πλούτο προσφέρεται γι’ αυτό το σκοπό. Το δέσιμό του με τον παλιό ιστορικό πυρήνα της πρωτεύουσας είναι στενό. Στα έργα του παρουσιάζεται σχεδόν μια εξιδανικευμένη εικόνα της Λευκωσίας που χάθηκε, και αυτό σχετίζεται σ’ ένα βαθμό με τον χαμένο παιδικό παράδεισο και την αθωότητα .
Ο Κατσούρης γνώριζε την ιστορία και τη γεωγραφία του τόπου σε βάθος. Χαρακτηριστικές είναι οι έρευνές του για την παλιά Λευκωσία είτε αυτές είναι έμμεσες [«Το θέατρο στην Κύπρο, 1860-1959», Α΄ και Β΄ τόμος, Λευκωσία 2005] είτε άμεσες (στην εφημερίδα «Αγών» διατηρούσε το 1968 καθημερινή στήλη με τον τίτλο «Παλιά Λευκωσία: Ιστορία-ζωή-άνθρωποι» και μέσα από εκατοντάδες δημοσιεύματα παρουσίασε την ιστορία της πόλης, τα πρόσωπα, τους αθλητικούς αγώνες, τα εκκλησιαστικά ζητήματα, τα εκπαιδευτήρια, τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων κ.ά.).
Βέβαια, ορισμένα από τα πεζογραφήματά του μετακυλίονται σε άλλες περιοχές της Κύπρου. Πολύ συχνή είναι π.χ. η αναφορά στον Πενταδάχτυλο [Μια πατριωτική ιστορία, Ο ήρωας, Δος ημίν σήμερον από τη συλλογή Δος ημίν σήμερον (1979), Στυλιανού Ανάβασις (1990), Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας (1997)] στα λογοτεχνικά έργα που γράφονται μετά το 1974. Ο Πενταδάχτυλος αναδεικνύεται από τον Κατσούρη σε σύμβολο αντίστασης του τουρκοκρατούμενου νησιού (όπως συμβαίνει και σε πολλούς άλλους Κύπριους λογοτέχνες π.χ. στην ποίηση του Μόντη), σταθερό και αταλάντευτο σημείο προσανατολισμού με ποικίλες συνδηλώσεις. Αναφορές γίνονται ακόμα στην Αμμόχωστο (Ο Λουκάς, η Άννα και το πεζώ κονβέρτιπολ) με τους δρόμους, τις παραλίες, τα φώτα, τα καφέ, το γυμνάσιο και τις δισκοθήκες της , στην Κερύνεια (Νυν υπέρ πάντων αγών από Το σταθερό σημείο) με την παραλία, τα σνακ μπαρ και τον αστυνομικό σταθμό, στους πρόχειρους καταυλισμούς της Δεκέλειας (Δος ημίν σήμερον από την ομώνυμη συλλογή), στην Πάφο [στα μυθιστορήματα τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά (2009) και Αφελέστατε θείε Μάικλ, (2001)] με το λιμάνι, τα καταγώγια, τα ξενοδοχεία και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Αναφορές σε αστικό τοπίο υπάρχουν και σε άλλα πεζογραφήματά του, αλλά πρόκειται για ακαθόριστο χώρο και δεν αποκλείεται να εννοείται η Λευκωσία: Στιγμές Βουβές (Κυπριακά Χρονικά, 1963), Το μνημόσυνο, Ζαχαροπλαστείο High Life [από τη συλλογή Τρεις ώρες (1966)], To σταθερό σημείο, Τσα Τουεν Φέλιξ (από τη συλλογή Το σταθερό σημείο).
Αν και το αστικό περιβάλλον κυριαρχεί στο πεζογραφικό έργο του Γιάννη Κατσούρη, εντούτοις αρκετά από τα αφηγήματά του τοποθετούνται σε αγροτικές περιοχές σ’ ένα ειδυλλιακό, βουκολικό τοπίο . Ο συγγραφέας έζησε στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας στο χωριό του πατέρα του, την Ψημολόφου και φαίνεται ότι οι μνήμες αυτές πέρασαν στο έργο του. Από τα πεζογραφήματα, ανεξάρτητα με τη «σχολή» στην οποία ανήκουν (ρεαλισμός ή μαγικός ρεαλισμός) έχουν έντονο το στοιχείο της φυγής. Από τα πρώτα διηγήματα που δημοσίευσε στα «Κυπριακά Χρονικά» τα Ένας νέος και η Αγανάκτηση (1962) διαδραματίζονται σε ένα βουκολικό τοπίο. Στην Αγανάκτηση ο ήρωας ασφυκτιά στο αγροτικό περιβάλλον και στο τέλος δραπετεύει. Τα διηγήματα Ο άγιος και Η μοτοσυκλέττα του Ανδρέα (από τη συλλογή Τρεις ώρες) ανήκουν στο μαγικό ρεαλισμό και ο χώρος προσομοιάζει με το αγροτικό περιβάλλον της Ψημολόφου. Γίνεται αναφορά στο μποστάνια, στον κάμπο, στα σοκάκια του χωριού, στα βουνά, στην εκκλησία. Σ’ αυτά τα πρώτα βουκολικά διηγήματα η περιγραφή του τοπίου γίνεται με αδρές πινελιές, ίσα ίσα για να δηλωθεί η ύπαιθρος . Άλλα διηγήματα που τοποθετούνται στη φύση είναι Τα μπρούντζινα αγάλματα (εποχή του Αγώνα 1955-59, βουνό, μοναστήρι), Αυτοκτονία (δρόμος, θάλασσα), Φυλάκιο Ι, ΙΙ, Ένας φαντάρος πότισε τη γη (βουνό, ύψωμα, χαράκωμα) [από τη συλλογή Το σταθερό σημείο] και Ο ήρωας (από τη συλλογή Δος ημίν σήμερον). Στο αφήγημα Η θεία Άννα από το βιβλίο Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας γίνονται απλές αναφορές στην επαρχία (Τρεις Ελιές, Ευρύχου, Λυσός, Γαλάτα, Αθηένου). Στο μυθιστόρημα Αφελέστατε θείε Μάικλ ο πρωταγωνιστής επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια στο χωριό του από τη Νέα Υόρκη. Σκοπός του ήταν να εγκατασταθεί μόνιμα, όμως απογοητεύεται από την εγκατάλειψη και απογοητευμένος επιστρέφει στη Νέα Υόρκη. Στο Οι πορνοβοσκοί και το Τίμιο μπαστούνι (2006) τα αφηγήματα τοποθετούνται στα χωριά της ορεινής οροσειράς του Τροόδους. Εδώ, όμως, ο Κατσούρης, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, μεταφέρει εδώ τις συνήθειες και τη ζωή του άστεως. Πρόκειται φυσικά για μια εποχή μεταβατική, κατά την οποία το κλειστό και συντηρητικό περιβάλλον του χωριού ανοίγει προς το ξένο και ανοίκειο. Εδώ ξεκαλοκαιριάζουν οικογένειες χωραϊτών, η κοινωνική ζωή ξεδιπλώνεται στα καφενεία (π.χ. «Αφθονία», «Πανόραμα») με τον μπερντέ του Καραγκιόζη, στα αθλητικά-κομματικά σωματεία, στα κουρεία, και στις εκκλησίες με τις λιτανείες, την περιφορά του Επιταφίου και τις εμποροπανηγύρεις. Οι κάτοικοι επηρεασμένοι από τη ζωή στις πόλεις σχεδιάζουν να ανοίξουν εστιατόρια (Εστιατόριο-καφέ «Η ρομαντική ρεματιά»), ζωολογικό κήπο ακόμα και μπουρδέλο! Αλλά και αντίστροφα, είναι η εποχή της αστυφιλίας, οι κάτοικοι φεύγουν από το χωριό κι εγκαθίστανται στο αστικό περιβάλλον της Λευκωσίας (π.χ. ο Ηλίας άνοιξε μπακάλικο-το πρώτο σούπερμαρκετ της Χώρας). Εδώ, φυσικά περιγράφεται με αδρές γραμμές το φυσικό και όχι το αστικό περιβάλλον που θυμίζει έντονα Παπαδιαμάντη, π.χ. το διήγημα Δαιμόνια στο ρέμα. Αλλά και την Ανεράδα του Βασίλη Μιχαηλίδη, στον οποίο είναι αφιερωμένο το βιβλίο και από την οποία είναι ερανισμένα αποσπάσματα και στίχοι. Στα αφηγήματα αυτά πρωταγωνιστές είναι μικρά παιδιά, όπως και στο Στυλιανού Ανάβασις, και είναι χαρακτηριστικό ότι κι εδώ η αφήγηση εκτυλίσσεται με έναν επίσης νοσταλγικό τόνο για έναν χαμένο παιδικό παράδεισο. Στο τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά, που διαδραματίζεται σε μια επαρχιακή πόλη, περιγράφεται η εξοχή με τη θάλασσα, την παραλία, την πλαγιά με τους θάμνους, τους ασπαλάθους, τα θυμάρια και τα θρουμπιά.
Ορισμένα από τα έργα του Κατσούρη τοποθετούνται ή αναφέρονται στο εξωτερικό: Τ’ αδέλφια (Αφρική), Βαγγέλης ο Στέντας (Αθήνα) από τη συλλογή Τρεις ώρες, Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας (Αθήνα, Παναθηναϊκό Στάδιο), Αφελέστατε θείε Μάικλ (Νέα Υόρκη-Μπρόντγουεϊ Άβενιου, Αστόρια, Λονγκ Άιλαντ, Νιου Τζέρσι, Αθήνα, Πλάκα, Στερεά, Πελοπόννησος, Ελευσίνα, Ισθμός), τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά, (Αθήνα, Λονδίνο).
Αλλά για να επανέλθουμε στη Λευκωσία, οι αναφορές στο έργο του Γιάννη Κατσούρη είναι πολύ πυκνές. Διηγήματα (π.χ. Μια πατριωτική ιστορία στη συλλογή Δος ημίν σήμερον), εκτεταμένα πεζογραφήματα (Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας) και το μυθιστόρημα Στυλιανού Ανάβασις είναι αφιερωμένα στην παλιά πόλη.
Το μυθιστόρημα Στυλιανού Ανάβασις είναι ένα πανόραμα της ανθρωπογεωγραφίας της παλιάς ενιαίας Λευκωσίας, της πόλης προ της εισβολής. Είναι η Λευκωσία της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του Γιάννη Κατσούρη, όπως την έζησε ως μαθητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, γι’ αυτό και διαπνέεται από έντονη νοσταλγία. Η πόλη μυθοποιείται και μέσα από το βιβλίο, στα πλαίσια της αστικής ηθογραφίας, χαρτογραφούνται οι γειτονιές, οι δρόμοι, σημεία κοινωνικών συναναστροφών είτε πρόκειται για ανοικτούς χώρους (π.χ. πλατείες) είτε για «κλειστούς» χώρους (καφενεία, κινηματογράφοι, ζαχαροπλαστεία, πορνεία) και παρελαύνουν οι λαϊκοί τύποι, πολλοί από τους οποίους είναι υπαρκτά πρόσωπα.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην περιοχή ανάμεσα στις οδούς (καταγράφονται) Θησέως, Κλεάρχου, Οθέλλου, Τιμουρλέγκ, Ηρακλέους, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Ονασαγόρου, Λήδρας, Λεύκωνος, Αισχύλου, Κασσιανού, Χρυσαλινιώτισσας, Ευαγόρου, το άνοιγμα Μπαϊρακτάρη, το άνοιγμα Παλουριώτισσας, το Καϊμακλί, τον λόφο Ανεφανή, την Πλατεία Μεταξά , στις εκκλησίες του Αγίου Ιωάννη, Αγίου Αντώνιου, Αγίου Σάββα, της Παναγίας Φανερωμένης και της Αγίας Σοφίας. Το χρώμα της παλιάς πόλης δίνουν οι πανύψηλες φοινικιές, οι μιναρέδες της Αγίας Σοφίας, τα κιόσκια («κλειστά και παμπάλαια»), η τάφρος με τους ευκαλύπτους και το βενετσιάνικο τείχος, οι Πόρτες της Αμμοχώστου, της Κερύνειας και της Πάφου, χώροι με ποικίλους κοινωνικούς και ιστορικούς συνειρμούς και συνδηλώσεις . Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφερθεί σε εμβληματικά σημεία της ιστορίας της πόλης, όπως είναι η Αρχιεπισκοπή, το φτωχοκομείο πάνω στα τείχη, το Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Γυμνάσιο Φανερωμένης, το Γ.Σ.Π., το παλιό και παρατημένο τούρκικο νεκροταφείο (στον Τακτακαλά;), οι κερχανέδες του Λουτρού της Εμεργκές και του Άι Λουκά, τα μπορδέλα πίσω από την Αγία Σοφία, το Σεράγιο, η αγορά του παλιού δημαρχείου, το Γενικό Νοσοκομείο. Ποικίλες και συχνές είναι οι καταγραφές καταστημάτων (π.χ. του μαστρο-Θανάση, το ξυλάδικο, ο αλευρόμυλος του Λεμεσιανού, το ιατρείο του Σπυράτου) των χώρων ψυχαγωγίας της εποχής, όπως η ταβέρνα του Παναγιώτη, τα καφενεία (όπου η εφηβική παρέα άρχιζε με τσιγάρα γκόλντεν λιφ, μπίρες ή κονιάκ Χατζηπαύλου κι έπειτα καβαλούσαν τα ποδήλατα και ξεκινούσαν για τη «συνηθισμένη μπουρδελότσαρκα στην Αγία Σοφιά, στην τούρκικη φτωχογειτονιά της Λευκωσίας»), «καφενείο η Κυθρέα», του «Χατζησάββα» , οι χαρτοπαικτικές λέσχες, το ζαχαροπλαστείο «Ολύμπια», το «Μαγικό Παλάτι» και ο «Μαγικός Κήπος» με το κέντρο «Empire», το τούρκικο μαγαζί του Μεχμέτη με τα «ωραία αρνίσια σουβλάκια και κάτι κολοκυθάκια τηγανιτά», η Εμπορική Λέσχη. Πρόκειται για μια πόλη που ο συγγραφέας λάτρεψε.
Στα αφηγήματα Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας παρουσιάζεται η ίδια μυθοποιημένη Λευκωσία της παιδικής και εφηβικής μνήμης: το ποδόσφαιρο την Κυριακή στο Γ.Σ.Π., η Λήδρας, η διαφήμιση για τον αγώνα πάλης ανάμεσα στον Παράσχο Μπόρα και τον Τούρκο αντίπαλό του, στο «Μαγικό Παλάτι», τα σοκάκια της πόλης, το παλιό μαγέρικο, η τούρκικη συνοικία και ο αγώνας στο θέατρο «Μπελίκ Πασά», το Σεράγιο, ο Άγιος Λουκάς, το Κιόνελι. Αλλά και στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου Η θεία Άννα, που αναφέρεται στην υπαρκτή θεία του Γιάννη Κατσούρη, γίνεται λόγος για την ίδια περιοχή γύρω από το ιστορικό κέντρο, τις καμάρες της Αρχιεπισκοπής, την οδό Αποστόλου Βαρνάβα προς την παλιά Ηλεκτρική, τη δημοτική αγορά και την πλατεία του παλιού δημαρχείου, τα σχολεία και την Ομορφίτα . Το διήγημα Μια πατριωτική ιστορία διαδραματίζεται την ημέρα του πραξικοπήματος. Αλλά κι εδώ ο ήρωας επιστρέφει στη Λευκωσία της παιδικής του ηλικίας, μέσω της μνημονικής αναδρομής και θυμάται το σπίτι της Αννίκας της πόρνης, το μαγαζί του μαστρο-Θανάση και τον κινηματογράφο «Αφροδίτη» με τα απαγορευμένα για τους ανήλικους έργα.
Αυτή η αστική, κυρίως λαϊκή, κοινωνία της παλιάς Λευκωσίας, ετερόκλητη και πολύχρωμη, παρελαύνει στις σελίδες του βιβλίου Στυλιανού Ανάβασις. Ο χώρος χρωματίζει τους χαρακτήρες των ηρώων και διεισδύει στην ψυχολογία τους, αλλά αυτό συμβαίνει με τους πρωταγωνιστές, γιατί τις περισσότερες φορές γίνεται μια απλή αναφορά, παράθεση ονομάτων χωρίς οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες. Πρόκειται για πρόσωπα σχεδόν αποσυνάγωγα που εντυπώθηκαν στην παιδική μνήμη του αφηγητή. Τα περισσότερα ξεχωρίζουν για τις ιδιαιτερότητές τους, είτε για τις συνήθειες και την αποκλίνουσα συμπεριφορά είτε για τις σωματικές τους αναπηρίες, προσδίδοντας έτσι έναν τόνο μυστήριο και αλλόκοτο, που κινείται στα όρια του χιούμορ και του γκροτέσκου. Σ’ αυτό το πλήθος θα συναντήσουμε τον Αντώνη τον μισότυφλο, τον Αλή τον κουρεμένο, τον Αντώνη τον τρόμπα, τον παιδονόμο Μαντρίτη, τον Κώστα «που ήταν Τούρκος και βαφτίστηκε χριστιανός», τον Μαυραντώνη τον Γυμναστή, τον Κοντό (ο γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου Γυμνασίου Κ. Σπυριδάκις), τον Καλλίνικο (ο άρχοντας πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Κύπρου που αναφέρεται και στο βιβλίο τα κατά Ευαγόραν και Ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά), τον Ντερβίς τον παπλωματά με τις δύο συζύγους του, την Τζεμαλιέ και την Εμινέ, το δήμαρχο, κ.ά.
Κοντά σ’ αυτούς θα προστεθούν η κοντο-Μαρίτσα, η υφάντρα της οδού Οθέλλου του διηγήματος Μια πατριωτική ιστορία, ο Πάτροκλος Σταύρου (Τζιμ Λόντος και Παράσχος Μπόρας), ο Στυλιανός Χουρμούζιος-ο πρωτοψάλτης της Αρχιεπισκοπής (Η θεία Άννα), η Ιουλία, η μυστήρια γεροντοκόρη που ζούσε στο μεγάλο σπίτι της Αγίου Αντωνίου, ο Αράπης ο επόπτης, ο Μιχαλάκης ο υφασματοπώλης, «που τον λέγανε Υψηλάντη», ο Αντώνης ο μπακάλης, η Θεοδοσία η μονόφθαλμη, η ξανθή δεσποινίδα, «που την τριγύριζε ο κύριος Σαββάκης», η κυρία Ερατώ («κατακόκκινη, με προγούλια που μου θύμιζε έναν κόκορα της αυλής μας»), ο Κώστας «ο χοντρός και κοιλαράς που έφτιαχνε καρέκλες» (Η θεία Άννα), ενώ θα επανεμφανιστεί ο Κώστας του Στυλιανού Ανάβασις και ο Ντερβίς ο παπλωματάς. Στο Αφελέστατε θείε Μάικλ, στο λαϊκό πλήθος της παλιάς Λευκωσίας θα προστεθούν ο Πέτρος ο Πετεινός, κτίστης και μουσικός, ο παρακμασμένος Χρυσόστομος, «μόνιμα ερωτευμένος με κάποιο στρουμπουλό θηλυκό της περιοχής, παρά τα εξήντα τόσα χρόνια του», ο Αγησίλαος, η Αθηνά η κουτσή, ο κύριος Κώστας, «φανατικός αποελίστας και ταβερνόβιος μέχρι πτώσεως». Ο Ντερβίς ο παπλωματάς θα εμφανιστεί κι εδώ, δηλώνοντας την παρουσία του σε τρία συνολικά λογοτεχνικά έργα του Κατσούρη. Γενικά αυτές οι αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα και χώρους που έρχονται και επανέρχονται στα έργα του Κατσούρη, ρίχνουν γέφυρες ανάμεσα στα κείμενα και ενοποιούν τη θεματική του συγγραφέα.
Η Λευκωσία, όπως αναφέρθηκε, είναι το σκηνικό στο οποίο ξετυλίγει την πλοκή των ιστοριών του και σε άλλα έργα ο Γιάννης Κατσούρης. Σ’ αυτή την παλιά Λευκωσία της εποχής του Αγώνα της ΕΟΚΑ και εξής, είναι συχνές οι αναφορές σε καμπαρέ όπου οι ήρωες «ψωνίζουν» τον αγοραίο έρωτα (π.χ. τα διηγήματα της συλλογής Τρεις ώρες: Στ’ αδέλφια, ο ήρωας μπαίνει στο καμπαρέ με τις Σπανιόλες και την ορχήστρα, στο Μνημόσυνο επισκέπτεται το υπόγειο καμπαρέ Ρόξυ, στο Ζαχαροπλαστείο High Life γίνεται λόγος για την ταβέρνα Μαϊάμι που έφερε καινούρια νούμερα και συγκεκριμένα Σπανιόλες). Στη συλλογή Το σταθερό σημείο ο ήρωας βρίσκεται μετά το ζαχαροπλαστείο στο πορνείο της οδού Μουσών, στη συλλογή Δος ημίν σήμερον, στο διήγημα Νυν υπέρ πάντων αγών, ο ήρωας πριν την επιχείρηση κατά του αστυνομικού σταθμού επισκέπτεται ένα σνακ μπαρ με ξένες που φαινόταν η κυλότα τους, στο Μια πατριωτική ιστορία ο ήρωας την ημέρα του πραξικοπήματος, όπως προαναφέρθηκε, θυμάται το σπίτι της Αννίκας της πόρνης των εφηβικών του χρόνων.
Στο μυθιστόρημα Αφελέστατε θείε Μάικλ, ο Γιάννης Κατσούρης μας δίνει μια άλλη εικόνα της Λευκωσίας. Αν στο Στυλιανού Ανάβασις κυριαρχούσε μια έντονη νοσταλγία, εδώ επικρατεί μια έντονη θλίψη και απογοήτευση . Γιατί ο ξενιτεμένος δε βρίσκει την πόλη που άφησε πριν από πολλά χρόνια, για να φύγει ως μετανάστης στην Αμερική. Θα κάνει τις βόλτες του στην οδό Ευαγόρου και στη Μακαρίου θα πιει το «φραπέ του σε μια καφετέρια γεμάτη με πολύχρωμους νεαρούς». Από την Πλατεία Μεταξά και την οδό Λήδρας θα περιπλανηθεί στα σοκάκια, «στην περιοχή της Παλιάς Λευκωσίας ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει τα τελευταία σαράντα χρόνια. Όμως ο δρόμος του σπιτιού όπου έζησε ως μαθητής ήταν μια τραγωδία. Βρισκόταν στην έσχατη παρακμή του, με σπίτια ερειπωμένα, ή σχεδόν ερειπωμένα, με πόρτες κατάκλειστες, χωρίς καμιά απολύτως ζωή». Έπειτα θα βρεθεί στον καφενέ του Θωμά με το ραδιόφωνο στη διαπασών, για να θυμηθεί τους ξεχασμένους τύπους της γειτονιάς του. Την επόμενη μέρα θα πάει στην Πράσινη Γραμμή, απέναντι από τα τούρκικα φυλάκια και θα καταλήξει στο ταβερνάκι της οδού Αξιοθέας.
Γίνεται εμφανές ότι το σκηνικό μέσα στο οποίο ο Κατσούρης τοποθετεί τους ήρωες και τις ιστορίες του είναι η εντός των τειχών Λευκωσία, ένας κόσμος που μετά βίας ξεμυτίζει από τα τείχη, το πολύ ένα δρόμο παρακάτω, στα νέα ανοίγματα, πλησίον της πλατείας Μεταξά (Πλ. Ελευθερίας), στις περιοχές με τα λιγοστά νέα κτήρια που ανεγέρθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι αναφορές στο έργο του πέραν αυτής της γραμμής είναι εξαιρετικά σπάνιες. Αυτή τη Λευκωσία γνώριζε καλύτερα ο Κατσούρης. Αυτή την πόλη έζησε και αγάπησε. Η κατακερματισμένη παλιά πόλη από το 1974 και εξής πέρασε σποραδικά στο έργο του. Τώρα, η νοσταλγία και η μυθοποίηση της αδιαίρετης Λευκωσίας έδωσε τη θέση της στη θλίψη και την απογοήτευση. Και για να θυμηθούμε μια φράση από το μυθιστόρημα Ασθενείς και Οδοιπόροι του Γ. Θεοτοκά με αυτή τη μοιρασμένη Λευκωσία «Δεν είχε αλλάξει μόνο το τοπίο, μα και η ψυχή μας».