Παραδαρμός Εν Αλφαβήτω, Λεωνίδας Γαλάζης

Μπροστά στην αμηχανία για τον πρόλογο της παρουσίασης της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Λεωνίδα Γαλάζη, Παραδαρμός Εν Αλφαβήτω, οι στίχοι από την Ι ενότητα-Περί Πόλεως Αφανισμού, Χ πήραν από μόνοι τους το λόγο:

Μίλησε, επιτέλους τι περιμένεις;
Τα όρια έχουν διαγραφεί
Μπορείς ασφαλώς να πεις
Ό, τι είθισται υπό τας περιστάσεις.

Η συλλογή Παραδαρμός Εν αλφαβήτω εκδόθηκε το 2007 από τις εκδόσεις Χρ. Ανδρέου. Είχαν προηγηθεί: τα Ματωμένα Κοράλλια (1979), το δίφυλλο Ο Λοιμός και άλλα ποιήματα (1981), Ιατρική Βεβαίωση (1982), συλλογή που χάρισε στον ποιητή το βραβείο του Υπ. Παιδείας για έργο νέου λογοτέχνη, τα Στυφά Κυδώνια (1988) και η Φωτηλασία (1999).
Ο αναγνώστης θα αισθανθεί πολλές φορές την ποιητική φωνή να τον βάζει στη γωνία με την αμεσότητα του προφορικού της λόγου και την καυστική ειρωνεία της. Παρά τις εμφανείς επιρροές της συλλογής, ιδιαίτερα από την ποίηση του Μόντη, ο ποιητής αρθρώνει την προσωπική του φωνή και τη δική του υπαρξιακή και στοχαστική ματιά απέναντι στα θέματα και τις μορφές με τις οποίες αναμετράται.
Πρόκειται, πραγματικά, για έναν Παραδαρμό Εν Αλφαβήτω, καθώς ο ποιητής παραδέρνει μέσα στη φουρτούνα του λεκτικού και ποιητικού πειραματισμού. Η συλλογή είναι χωρισμένη σε έξι ενότητες και τρία ιντερμέδια. Οι τίτλοι ακολουθούν τα γράμματα του αλφαβήτου και συνήθως αρχίζουν με ακροστιχίδες από το Α μέχρι το Ω. Σε πολλά από τα ποιήματα πρωταγωνιστούν οι λέξεις που άλλοτε επαναστατούν, άλλοτε πολεμούν μεταξύ τους, δυστροπούν, διακόπτουν τη συνεργασία με τους ανθρώπους. Εύστοχα ο ποιητής παραπονιέται στο ποίημα Π της δεύτερης ενότητας: «Παραδαρμός τζαι πάλιωμα μέσα στες άγριες νύχτες» και «παραδαρμός της γλώσσας μου πύρεξη του μυαλού μου».
Στον πρόλογο της συλλογής ο Λεωνίδας Γαλάζης αναφέρεται στους πειραματισμούς του και στις καταβολές τους, δηλ. στο Αλφάβητο της Αγάπης του 15ου αι., στο abecetarius που προέρχεται από την αρχαία εβραϊκή και ιαπωνική λογοτεχνία και στο σονέτο. Στόχος του είναι η συνύπαρξη της ποιητικής παράδοσης με τους νεότερους εκφραστικούς τρόπους και την προβληματική του.
Η θεματολογία της συλλογής είναι ποικίλη. Ωστόσο, κάθε προβληματική εντάσσεται σ’ έναν βασικό άξονα. Έτσι διαγράφεται κυρίως το πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου και οι προεκτάσεις του, όπως οι κοινωνικές και οι οικονομικές και γενικά η σύγχρονη τοπική αλλά και η παγκόσμια πραγματικότητα. Επικρατεί μια άκρως εξωφρενική κατάσταση και το άτομο συντρίβεται στη μέγγενη των ποικίλων συμφερόντων. Ακόμα και το παιχνίδισμα με τις λέξεις λειτουργεί παραβολικά, υπαινικτικά, αμφίσημα. Αυτή η αμφισημία καθιστά την ποίηση του Λεωνίδα Γαλάζη μια ιδιαίτερη δημιουργική πράξη, ένα ζωγραφικό παλίμψηστο, μια αρχαιολογική στρωματογραφία μέσα στην οποία αναπτύσσονται κάτω από επάλληλα επίπεδα διάφορες θεματικές οπτικές γωνίες.
Στην πρώτη ενότητα Περί πόλεως αφανισμού, όλα δίνουν την εντύπωση ότι καταρρέουν, σαν να βρίσκονται στο σημείο μιας ολοκληρωτικής καταστροφής.
Χιλιάδες πέφτουν απ’ τις σκάλες/Η πόλη βουλιάζει/...Τα ερείπια, τα ίχνη των οδών της δόξης/Τα καμένα δέντρα, τ’ απολιθωμένα χέρια/Σβησμένες φωτιές, αποκαΐδια/... Πήρε φωτιά το τελευταίο δέντρο (ενότητα Ι-ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΩΣ ΑΦΑΝΙΣΜΟΥ, Β)
Μέσα σε μια τέτοια βιβλική καταστροφή τα πάντα ελέγχονται, ακόμα και η αναπνοή, από την κάθε μορφή τυραννίας. Πρόκειται για μια εφιαλτική κοινωνία και μια χρεοκοπημένη δημοκρατία με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Ο πολίτης δεν έχει περιθώρια ν’ αντιδράσει. Έρμαιο της εξουσίας και των οικονομικών συμφερόντων, γίνεται υποχείριο, αναγκάζεται να συμμορφωθεί με τη διεφθαρμένη εξουσία και να ταπεινωθεί.
Μόνο σκύβουν και σκάβουν στο πάτωμα/Να θάψουν τ’ ανομήματα/Να κρύψουν τις κατά καιρούς ομολογίες/Πίστεως και συμμορφώσεως/Τώρα που ανέλαβε καθήκοντα ο νέος μονοκράτωρ (Ι, Δ)
Παράλληλα, οι έμποροι καραδοκούν, για να εκμεταλλευτούν την ανθρώπινη δυστυχία. Όπως λέει ο ποιητής:
Ακόμα και τώρα/Που ξεπουλήθηκε το βιος μας/Στους καραδοκούντες εμπόρους/Ακόμα και τώρα/Που εκτιμήθηκε η υπόληψή μας/Από τους ορκωτούς λογιστές (Ι, Η)
Οι τύψεις όμως είναι ένα μοτίβο που έρχεται και επανέρχεται όχι για τους μεγαλοσχήμονες και τους εμπόρους αλλά για το λαό.
Πού να θάψουμε τις τύψεις μας/Αφού κάτω απ’ το χώμα θεριεύουν; (Ι,Θ)
Στα ποιήματα Ξ και Ο οι ήττες μασκαρεύονται σε νίκες.
Ο στρατηγός παρασημοφορήθηκε/Δήλωσε πως νικήσαμε/Μάλιστα επέμενε πως η νίκη δικαιωματικά μάς ανήκε/Παρά την απώλεια όλων των ανδρών του τάγματος (Ι,Ξ)
Τελικά, υπάρχει ελπίδα για καλύτερες μέρες; Ποια περιθώρια αντίδρασης υπάρχουν απέναντι σε έναν τέτοιο παραλογισμό; Η ποίηση του Λεωνίδα Γαλάζη είναι γενικά απαισιόδοξη. Οι χαραμάδες ελπίδας, το ελάχιστο φως που αφήνουν καμιά φορά οι στίχοι να περάσει, συχνά σφραγίζονται απότομα. Η αισιοδοξία ανατρέπεται στον επόμενο στίχο ή στο επόμενο ποίημα. Ο ποιητής αποτυπώνει απλώς την πραγματικότητα ενός ζοφερού παρόντος και ενός πεσιμιστικού μέλλοντος. Και...
Πού ξέρεις/Μπορεί να περάσει ξανά το καράβι/Με σμήνη πουλιών στα κατάρτια/... Πού ξέρεις/Μπορεί να περάσει ξανά το λεωφορείο/Με σμήνη παιδιών στα παράθυρα/Με σημαίες και σύμβολα πίστεως (Ι,Η)
Πάντως, αξίζει ν’ αναφερθεί, σχετικά με το ζήτημα, το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των παραθύρων και της σκάλας που συμβολίζουν την απραγματοποίητη ελπίδα και το μάταιο της διαφυγής μέσα στην ποίηση του Λεωνίδα Γαλάζη. Η επισήμανση του ποιητή-κριτικού Ν. Χουρδάκη για την ποίηση του Σωκράτη Καψάσκη ταιριάζει και στην περίπτωση του Λεωνίδα Γαλάζη: «Η χρήση του συμβόλου σκάλα δημιουργεί πλήθος συσχετισμών με βιβλικές, θρησκευτικές, λογοτεχνικές και φιλοσοφικές-κινηματογραφικές αφηγήσεις, ενώ παράλληλα δίνει νόημα στην κοινότατη εμπειρία όλων μας.
Οι αναφορές στην κυπριακή πραγματικότητα γίνονται πιο άμεσες και συγκεκριμένες στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ενότητα και στο δεύτερο και τρίτο ιντερμέδιο.
Παρά το εθνικό πρόβλημα, η κυπριακή κοινωνία έχει διαβρωθεί από την εμπορευματοποίηση και τον καταναλωτισμό. Στιγματίζεται η κοιλιόδουλη στάση και η εθελούσια δουλοπρέπεια. Επικρατεί αποπροσανατολισμός από το βασικό στόχο και το σύστημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει. Συχνά η Κύπρος είναι έρμαιο στα χέρια των διεθνών εμπόρων.
Επομένως, οι προοπτικές διαγράφονται λαμπρές/Οι τίτλοι ιδιοκτησίας έχουν εκδοθεί/Οι τιμές των ακινήτων ανέρχονται (ΙΙ Ιντερμέδιο, Ζ)
Ο ποιητής καταπιάνεται με γεγονότα της ιστορίας και κυρίως της μεσαιωνικής Κύπρου, για να φωτίσει και να ερμηνεύσει όσα οδήγησαν στην εισβολή και κατοχή της Κύπρου από τους Τούρκους. Είναι συχνή η αναφορά στη βασίλισσα Καρλόττα που προδόθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό της Ιάκωβο. Στο ποίημα Α του ΙΙ Ιντερμέδιου η Καρλόττα εκπροσωπεί την προδομένη Κύπρο που περιφέρεται στην ακρογιαλιά της Κερύνειας, απ’ όπου αποβιβάστηκαν οι Τούρκοι-Σαρακηνοί το 1974.
Μαυροντυμένη, βλέπεις τους προδότες/Μέσα στα βρόχια μιας τεράστιας αράχνης./Άσε που οι κήρυκες ομιλούν περί εθνικής σωτηρίας/Άσε που βλέπουν την άνοιξη να πλησιάζει./Το γεγονός είναι πως αφήνεις την Κερύνεια/Το γεγονός είναι πως μας εγκαταλείπει η Κερύνεια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο αξιοποιούνται γόνιμα και ως προς τα θέματα και το περιεχόμενο και ως προς τη μορφή η δημοτική παράδοση: η Αροδαφνούσα, ο Κύκλος της Ρήγαινας, τα Εκατόλογια της Αγάπης και το ακριτικό τραγούδι του Διγενή Ακρίτα και απηχήσεις της 9ης Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη ως ένας εύσχημος τρόπος να γίνει αναφορά στο κυπριακό, την εισβολή, την κατοχή και τον εφησυχασμό των σύγχρονων Κυπρίων. Οι Σαρακηνοί χαίρονται το κορμί της Κύπρου, ενώ οι Κύπριοι συμπεριφέρονται ως τουρίστες στη γη τους.
Αφού, στο Χ της ΙΙ ενότητας-ΠΕΡΙ ΑΛΓΟΥΣ ΨΥΧΗΣ: Χτυπήσατε τα μούτρα σας, αλλά δεν μάθατε/.../Χαρείτε τώρα τους χαλκάδες σας./Χωροφυλάκων ύβρεις σ’ άλλη γλώσσα/Χωριά στην άκρη του μυαλού σαν οπτασίες.
Οι ευθύνες για την κατάσταση που έχει περιέλθει το κυπριακό είναι συλλογικές. Κανείς δεν εξαιρείται. Και όσοι καταφέρονται κατά των προδοτών, ξεχνούν τις δικές τους προδοσίες. Για να καθησυχάσουν τη συνείδησή τους, μέσα στην απόλυτη υποκρισία, λένε πως ήταν θέλημα Θεού ή μηχανεύονται να λαδώσουν τον ιστορικό.
Πάει καλά που κι αυτή τη φορά/Την ενοχή μας βαριά στου Χριστού τις πλάτες φορτώσαμε/Πώς, αλήθεια, μας άντεξε;/... Μας κακομαθαίνεις, Κύριε, το ξέρεις;/Άσε μας μια φορά να κτυπήσουμε τα μούτρα στον τοίχο (ΙΙΙ-ΠΕΡΙ ΙΑΣΕΩΣ ΨΥΧΗΣ,, Θ).
Χαρακτηριστικό για την επικρατούσα πολιτική κατάσταση είναι το ποίημα Ι της ΙΙΙ ενότητας. Η Κύπρος, μοιρασμένη, είναι το μισογκρεμισμένο σπίτι, τα νομίσματα ο χαμένος παράδεισος της παιδικής ηλικίας, το νησί προ της εισβολής και κατοχής.
Ίσως σ’ αυτό το μισογκρεμισμένο σπίτι/Βρούμε τα νομίσματα που χάσαμε μικροί/Φως ξανθό και γαλανό/Κι ο κόσμος χάθηκε μαζί τους./Σάπιες δοκοί και παλιοσίδερα (ΙΙΙ, Ι)
Το γλωσσικό παιχνίδι είναι διάχυτο παντού στη συλλογή. Ο απρόσμενος συνδυασμός λέξεων ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Οι λέξεις, οι φθόγγοι, τα σημεία στίξης παίρνουν ανθρώπινες ιδιότητες, ψευδοπροσωποποιούνται, εξεγείρονται κατά των ανθρώπων, αρνούνται να συνεργαστούν μεταξύ τους και έρχονται σε αντιπαραθέσεις, τίθενται υπό περιορισμούς και απαγορεύσεις. Στηλιτεύεται η ρηχότητα, η υποκρισία, η παραχάραξη των πραγματικών νοημάτων, η χρησιμοποίησή τους ανάλογα με τις εκάστοτε επιδιώξεις. Έτσι φωτίζεται η ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά ταυτόχρονα και η επώδυνη και συχνά αμήχανη και αδύναμη προσπάθεια του ποιητή να τιθασεύσει τους φθόγγους, τις λέξεις, τα σημεία στίξης για να νοηματοδοτήσει την ποίησή του.
Δύο παραδείγματα:
Τα φωνήεντα στασίασαν/Δεν ήθελαν να σχηματίσουν τις λέξεις καρφιά/Δεν ήθελαν την περαιτέρω συγκατοίκηση με τα φωνήεντα (Ι Ιντερμέδιο, Δ)
Αφήστε τις τελείες στις πολυθρόνες τους/Υψώστε τα λάβαρα των αποσιωπητικών/Τις σημαίες των μονίμως αναπάντητων ερωτημάτων (ΙΙΙ, Ε)
Στην τέταρτη ενότητα που φέρει τον τίτλο ΠΕΡΙ ΩΓΥΓΙΑΣ, ο ποιητής αναφέρεται σε έναν απρόθυμο Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη. Απορφανισμένος από συντρόφους, έχει πληρώσει για τα κρίματά του και τον αφανισμό της Τροίας και μονολογεί για τη μοίρα των ανθρώπων, οι οποίοι είναι έρμαια της θεϊκής βούλησης. Ο Οδυσσέας αποκαλύπτει το λόγο της απροθυμίας του να επιστρέψει, αν και ξέρει πως δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα του: Η Πηνελόπη με φαγωμένα δάχτυλα παρά τω βασιλεί/Νεκρική ησυχία στην Ιθάκη, μουσείο της περιπλάνησης/Σπασμένα κατάρτια, ξάρτια, άγκυρες και δεκάδες προτομές μου/ Λευκά πανιά, λοστοί κι ο αργαλειός της πίστεως/ Εκτάκτως φροντισμένος. Τέλειωσε πια, ξοφλίσαμε;/.../Να τι με περιμένει στην Ιθάκη. Καφενείο γερόντων/Συνταξιοδοτικά ωφελήματα, συνταγές φαρμάκων (Κ-Ν)
Η πέμπτη ενότητα φέρει τον τίτλο ΠΕΡΙ ΣΤΑΓΟΝΩΝ ΑΙΜΑΤΟΣ ΖΕΣΤΟΥ και αναφέρεται στα παιχνίδια των ισχυρών στην Ανατολική Μεσόγειο και πιο συγκεκριμένα στον πρόσφατο πόλεμο του Λιβάνου, στα συμφέροντα των ισχυρών, στις σφαγές των αθώων και την υποκρισία του κόσμου.
Στην έκτη ενότητα, ΕΝ ΑΛΦΑΗΤΩ, ένα από τα βασικά θέματα η μοναξιά. Τα πρόσωπα βρίσκονται κλεισμένα στην κάμαρη με κλειστά τα παράθυρα και συναισθάνονται ότι έχουν ηττηθεί. Η οποιαδήποτε σκέψη για επανάσταση μοιάζει ατελέσφορη.
Πολύ συχνές είναι οι αναφορές του Λεωνίδα Γαλάζη σε θέματα ποιητικής. Είναι ένας ακόμα τρόπος να υποδηλώσει τη στάση, την παρουσία του. Συνολικά σε 22 ποιήματα τίθενται με άμεσο τρόπο ζητήματα ποιητικής. Έτσι συγκροτείται μέσα από αυτά τα σπαράγματα η ποιητική του προβληματική. Αναφέρεται στο ανήσυχο πνεύμα του ποιητή, την ικανότητά του να συλλαμβάνει τα μηνύματα των νεκρών, τον πόνο της μάνας που έχασε το παιδί της, την αγωνία του να φτάσει η φωνή του στον κόσμο, να βρει συνοδοιπόρους, να επιβιώσει, να ψηλαφίσει το δικό του πόνο. Ταυτόχρονα επικρίνει τον ποιητή για τους στιλβωμένους στίχους του και την εμμονή του στα μεταφυσικά ζητήματα, ενώ δίπλα του η ποίηση είναι διάχυτη στην καθημερινότητα.
Σταχυολογώ μεμονωμένους στίχους:
Η ποίηση μαράθηκε περιμένοντας/Τα μεταφυσικά θέματα (Ι, Λ)
...Ποδοσφαιροποιήστε την ποίηση αν είναι/Ζωτική ανάγκη να επιβιώσει. Ας κερδίσει επιτέλους θεατές/Ζηλωτές έστω και μέσω του συστήματος στοιχημάτων (ΙΙ, Ζ)
Λαμπρά στιλβώσαμε τους στίχους μας. Λάμπουν σαν λαμαρίνες (ΙΙ, Λ)
O Λεωνίδας Γαλάζης χρησιμοποιεί ποικιλία εκφραστικών μέσων και ρητορικών εκδοχών που κάνουν πιο ενδιαφέρουσα και πληθωρική την ποίησή του. Συχνότατη είναι η χρήση στοιχείων του προφορικού λόγου που ενισχύεται ακόμα περισσότερο με τις ποικίλες φωνές και τις συνεχείς εναλλαγές των προσώπων στα οποία απευθύνεται. «Η ποίηση είναι η πιο πυκνή μορφή προφορικής έκφρασης», έλεγε ο Πάουντ ή ακόμα «Η ποίηση είναι ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» κατά τον Πολ Βαλερί. Ο ποιητής προσδίδει έτσι αμεσότητα στο στίχο του, ενώ πολλές φορές θέλει να δημιουργήσει την αίσθηση ότι τα πρόσωπα βρίσκονται υπό τη δοκιμασία μιας διαρκούς ανακριτικής διαδικασίας και ενός ασφυκτικού ελέγχου. Παραδίδεσαι; /Ομολογείς την πατρότητα αυτών των στίχων; (Ι.Κ), Μίλησε! Μίλησε!/Λύσε τη σιωπή/Ξεκαθάρισε τη θέση σου (Ι.Χ), Πλησιάστε, παρακαλώ. Ορκιστείτε (ΙΙΙ, Π)
Αυτή η προφορικότητα του λόγου διαθέτει μεγάλη συγγένεια με την ποίηση του Μόντη. Άλλωστε ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο του βιβλίου του Η προσωποποίηση στο ποιητικό έργο του Κώστα Μόντη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, δηλώνει στον πρόλογο: «Η ποίηση του Μόντη με γοήτευε από τα εφηβικά μου χρόνια». Στίχοι όπως: Είστε με τα καλά σας; (Ι Ιντερμέδιο, Α), Αυτό μας έλειπε τώρα/Να σηκώνουν κεφάλι τα φωνήεντα (Ι Ιντερμέδιο, Δ), Θεού θέλημα τώρα θα λέμε την τρέλα μας (ΙΙΙ,Θ) θυμίζουν τον ποιητικό λόγο του Μόντη στις Στιγμές του, αλλά ακόμα και η συχνή κλητική του ουσιαστικού Κύριος είναι ενδεικτική αυτής της απήχησης: Μας κακομαθαίνεις, Κύριε, το ξέρεις; (ΙΙΙ,. Θ) Αυτά θέλατε να γράψουμε, Κύριε/Αυτά; (ΙΙΙ Ιντερμέδιο, Ε)
Αλλά και η ειρωνεία που εμπεριέχεται σ’ αυτούς τους στίχους και είναι διάχυτη παντού σ’ όλη τη συλλογή ως ένα κατ’ εξοχήν εκφραστικό μέσο του Λεωνίδα Γαλάζη, και καμιά φορά ο αυτοσαρκασμός, φαίνεται να σχετίζονται σ’ ένα βαθμό με τον τρόπο του Μόντη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, και οι συχνές προσωποποιήσεις όπως αυτή της Κερύνειας λειτουργούν ως σύμβολο της κατεχόμενης πατρίδας, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην ποίηση του Μόντη. Αλλά και η επανερχόμενη χρήση των ερωτημάτων που δεν αναμένουν, βέβαια, απάντηση, είναι ένας άλλος ακόμα ομφάλιος λώρος ανάμεσα στους δύο ποιητές: Πού να θάψουμε τις τύψεις μας/Αφού κάτω απ’ το χώμα θεριεύουν; (Ι,Θ), Χαλαρώστε. Τι μπορεί, φοβερό, να συμβεί; (ΙΙΙ,Χ). Τα ερωτήματα αυτά, όπως έχουν παρατηρήσει οι μελετητές για την ποίηση του Μόντη, «έχουν σκοπό να αναταράξουν τη συνείδησή μας, να μας κάνουν να σταθούμε, να διερωτηθούμε μαζί με τον ποιητή και να ψάξουμε να βρούμε την απάντηση», να επιτείνουν την αγωνία και την ειρωνεία ακόμα. Το ίδιο ισχύει και για την ποίηση του Λ. Γαλάζη. Το παιχνίδι με τις λέξεις, που είναι διάχυτο στη συλλογή, η εμψύχωσή τους, ακόμα και η ανταρσία και η αντίδρασή τους, συναντάται συχνά και στις Στιγμές του Μόντη. «Μπορεί πραγματικά αυτά να εννοούσαμε/όμως οι λέξεις τι είπαν,/ όμως οι λέξεις όταν πήραν στα χέρια τους την εξουσία, τι είπαν;» αναρωτιέται ο ίδιος ο Μόντης.
Συχνή είναι ακόμα η επανάληψη, η σκόπιμη χρήση μιας παρωχημένης καθαρεύουσας, ορισμένες φορές όταν αυτή χρησιμοποιείται από φορείς της εξουσίας και της καταπίεσης και φτάνει στα όρια της δημηγορίας. Η γλώσσα της συλλογής αποκτά μια ενδιαφέρουσα δυναμική και ανανεωμένη ορμή, καθώς πρόκειται για μια δημιουργική πρόσμειξη της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Η εκκλησιαστική γλώσσα είναι παρούσα, ενώ πρέπει να τονιστεί και η χρήση της κυπριακής διαλέκτου σε επτά από τα ποιήματα της συλλογής και μάλιστα με αρκετή επιτυχία.
Στη συλλογή χρησιμοποιούνται επίσης δομικά χαρακτηριστικά της δημοτικής παράδοσης με ανανεωτικό τρόπο, όπως ο 15σύλλαβος ανομοιοκατάληκτος στίχος και το ανομοιοκατάληκτο σονέτο.
Η εικονοποιΐα του Λεωνίδα Γαλάζη είναι συμβολική και τολμηρή, ξεφεύγει πολλές φορές από τη ρεαλιστική απεικόνιση, φτάνει στο παράλογο και προσεγγίζει τον υπερρεαλισμό. Πρόκειται, εν πολλοίς, για αποσπασματικές εικόνες που όμως μέσα από τη διασπορά τους συναρμολογούνται, για να αποδώσουν το νοηματικό άξονα του ποιητή. Είναι ακόμα συχνά τα παραλλαγμένα μοτίβα, που έρχονται και επανέρχονται, για να συμπληρώσουν, ν’ ανατρέψουν, να ειδωθούν μέσα από μια διαφορετική οπτική γωνιά και να συγκροτήσουν στο τέλος ένα ενιαίο σύνολο που να εξυπηρετούν την κεντρική ιδέα. Αυτό σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό και με το γλωσσικό παιχνίδι, τις εικόνες και τους συμβολισμούς. Εκτός από το μοτίβο με τα παράθυρα και τις σκάλες, συχνά χρησιμοποιούνται οι σημαίες, ματωμένες ή τρύπιες και τα ξύλινα σπαθιά. Εκπροσωπούν τις χρεοκοπημένες ιδεολογίες, τη γύμνια στο πεδίο της μάχης, την καπηλεία των εθνικών συμβόλων, την πολεμοκαπηλία. Π.χ.:
Λευκές σημαίες στα μπαλκόνια./...Ασπρόρουχα ήταν (ΙΙ Ιντερμέδιο, Δ), Ράβονται σημαίες σε τιμές ευκαιρίας/Ποικιλία σχεδίων και χρωμάτων/Πρωτότυπες προτάσεις για τα όσιά σας και τα ιερά (ΙΙΙ, Ρ)
Οι απηχήσεις άλλων ποιητών στη συλλογή πέραν του Μόντη είναι αρκετές. Άλλοτε καταγράφονται συνειρμικά στίχοι σχεδόν αυτούσιοι σε ένα παιχνίδι διακειμενικού διαλόγου και άλλοτε αντηχεί το ύφος της ποίησής τους. Έτσι παρελαύνουν, ανάμεσα σ’ άλλους, ο Καβάφης, ο Κάλβος, ο Σεφέρης, ο Δ. Σολωμός, ο Βασίλης Μιχαηλίδης.
Οι προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Λ. Γαλάζη άφηναν την αίσθηση μιας προσωπικής, κλειστής, εσωστρεφούς ποίησης. Φαίνεται, όμως, πως με την τελευταία συλλογή του έρχεται σε ρήξη. Η ποίησή του γίνεται τώρα πιο εξωστρεφής, κάτι που έχει να κάνει εν πολλοίς και με τη διαπραγμάτευση των θεματικών του προβληματισμών. Ο στίχος μοιάζει πιο ώριμος και επιμελημένος, οι εικόνες πιο πλούσιες, η ειρωνεία, ο σαρκασμός μαστιγώνουν με οξύτητα τα κακώς έχοντα και γενικά επικρατεί μεγαλύτερη ποικιλία εκφραστικών μέσων, ενώ η στοχαστική διάθεση είναι πιο έντονη και συγκροτημένη. Η ποιητική ματιά γίνεται πιο οξεία και παρατηρητική. Η γλώσσα, που ήδη είχε εμπλουτιστεί με λέξεις και φράσεις τις καθαρεύουσας ιδιαίτερα με τη συλλογή Φωτηλασία, τώρα μοιάζει πιο αβίαστη και αυθόρμητη, γεγονός που της προσδίδει ένα ιδιαίτερο και γοητευτικό ύφος. Ήδη από τις πρώτες συλλογές ο ποιητής κατέγραψε τις επιδράσεις του. Και παρέμεινε πιστός απέναντί τους και στον Παραδαρμώ εν Αλφαβήτω: Μόντης πάνω απ’ όλα, Καβάφης, Σολωμός. Επανέρχονται, ακόμα, κοινά θεματικά και συμβολικά μοτίβα όπως είναι η διαπραγμάτευση θεμάτων σχετικών με την ποιητική, το σπαθί και η σκάλα (ειδικά στα Στυφά Κυδώνια), το παιχνίδι με τις λέξεις. Το κυπριακό πρόβλημα κέρδιζε σταδιακά έδαφος (ιδιαίτερη παρουσία στη Φωτηλασία) μέχρι να πάρει κεντρική θέση στην τελευταία συλλογή. Υπάρχουν, όμως, και ως προς το θέμα, τη μορφή και το ύφος ποιήματα στις προηγούμενες συλλογές που προανήγγελλαν τον Παραδαρμώ εν Αλφαβήτω. Ένα παράδειγμα είναι το ποίημα Δίχως Θεό από την Ιατρική βεβαίωση:
«Πίδακες αιμάτων μέσα μου/Εστίες συγκρούσεων/Ανακοινωθέντα/παρασημοφορήσεις». Από τα Στυφά Κυδώνια το ποίημα 16: «Λέμε πως δεν ενδώσαμε/και κομπάζουμε για περιώνυμες νίκες./Πού είναι, λοιπόν, τα τρόπαιά μας;» Από τη Φωτηλασία το ποίημα Οι ασκοί της νοσταλγίας: «Τα λαμπιόνια στασίασαν την ύστατη στιγμή./Οι αστυνομικοί συνέλαβαν/τους φανατικούς νοσταλγούς/των πανηγυρικών λόγων». Και το ποίημα Οι λέξεις: «Οι λέξεις συνελήφθησαν/γιατί διανοήθηκαν/να μη συνεργήσουν/κι άφησαν τον ιδρωμένο ρήτορα/στα κρύα του λουτρού/μπροστά στο έξαλλο πλήθος».
Ο Λεωνίδας Γαλάζης όλα αυτά τα χρόνια αρθρώνει τη δική του προσωπική, ποιητική φωνή. Με την τελευταία συλλογή η ποίησή του απόκτησε ακόμα ωριμότερο ύφος, μεστή γλώσσα και ιδιαίτερο στίγμα. Ο ποιητής είναι ένας γνήσιος και σεμνός υπηρέτης της τέχνης του, όπως άλλωστε είναι και στην καθημερινή και επαγγελματική του ζωή. Συνειδητοποιημένος και πειθαρχημένος. Πίσω από την ήρεμη στάση του, κρύβεται, όπως φάνηκε μέσα από τον Παραδαρμό εν αλφαβήτω, ένα ανήσυχο πνεύμα. Όπως λέει και ο ίδιος με τους στίχους του: «Ο ποιητής κοιμάται με προσκέφαλο τις πέτρες». Και απαντά έτσι στην απορία του Χέντερλιν: «Τι γυρεύουν, αλήθεια, οι ποιητές σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς;»