Δώδεκα καλοκαίρια και άλλα ποιήματα, Λογγίνος Παναγή, Μανδραγόρας, 2011

Ποια είναι, αλήθεια, η σχέση ανάμεσα στην ποίηση και τον κινηματογράφο; Κινηματογράφος χωρίς εικόνες δεν μπορεί να υπάρξει. Και ποίηση χωρίς εικόνες, δύσκολα μπορεί να σταθεί με αξιώσεις. Όταν, όμως, συναντηθούν ποίηση, εικόνα και κινηματογράφος, σε μια ποιητική συλλογή ή ένα κινηματογραφικό έργο, που διαπνέεται από μεταφυσική ενόραση, τότε δεν μπορεί παρά το αποτέλεσμα να είναι γοητευτικό, το λιγότερο ενδιαφέρον.
Αυτή η συνύπαρξη επιτυγχάνεται γόνιμα στην ποιητική συλλογή του Λογγίνου Παναγή δώδεκα καλοκαίρια και άλλα ποιήματα. Και σε ένα μεγάλο βαθμό οφείλεται στη διπλή του φύση. Είναι ποιητής και σκηνοθέτης κινηματογράφου και οι ταινίες του έχουν βραβευτεί. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του κινηματογραφικού του έργου είναι η αφηγηματική ποίηση. Και τώρα, βασικό γνώρισμα  της ποιητικής του συλλογής είναι η αξιοποίηση της κινηματογραφικής του τεχνικής.
Πρόκειται για μια κινηματογραφική ποίηση της οποίας οι καταβολές είναι ανιχνεύσιμες, σ’ ένα βαθμό, στο έργο του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι. Βέβαια, εδώ ο ποιητής-σκηνοθέτης έχει αφομοιώσει τις τεχνικές και τα θέματα του ομότεχνού του και τα προσάρμοσε στην ποιητική του ψυχοσύνθεση και το δικό του προσωπικό ύφος.
Αυτό που χαρακτηρίζει τη συλλογή δώδεκα καλοκαίρια είναι η εικονοποιΐα. Ιδιαίτερα σ’ ό, τι αφορά στο πρώτο μέρος της συλλογής, την εκτεταμένη ποιητική σύνθεση, που μοιάζει με μεγάλου μήκους ταινία και έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο. Οι υπερρεαλιστικές εικόνες εναλλάσσονται σαν να πρόκειται για ανεξάρτητες σκηνές, κατακερματισμένα κομμάτια μνήμης, ωστόσο, συγκροτούν, πλάνα μεγάλης διάρκειας και μέσα σε μια κινηματογραφική ενότητα-σεκάνς. H ματιά του ποιητή, το αόρατο βλεφάρισμά του πάνω από τις σκηνές, στην περίπτωσή μας ο κινηματογραφικός φακός, μοιάζει κρυμμένος κάπου στους στίχους του και κινείται προς κάθε κατεύθυνση. Άλλοτε εστιάζει με ακινητοποιημένο γκρο πλαν σε πρόσωπα, για να αποτυπώσει τον ψυχικό κόσμο μέσα στο βάθος πεδίου στο γενικότερο ποιητικό τοπίο. Εικόνες μέσα σε κιαροσκούρο σβήνουν και αντικαθίστανται από άλλες με fade in και fade out, συνοδευόμενες με οπτικά και ηχητικά εφέ: Θυμάμαι τα χείλη σου να τεντώνονται /Εκσφενδονίζοντας το γέλιο σου πάνω στα κυπαρίσσια (Ι)
Ο ποιητής, όπως συμβαίνει και με τις μικρού μήκους ταινίες του, σκηνοθετεί τον εαυτό μέσα στο κάδρο ή δηλώνει την παρουσία του μέσω της πρωτοπρόσωπης αφηγηματικής φωνής. Το ποιητικό υποκείμενο φωτίζεται μέσα από διαφορετικές γωνίες λήψης, κι άλλες φορές, με την πανοραμική κίνηση της κάμερας ή τη χρήση τράβελινγκ, που εισχωρεί μέσα στο ποιητικό τοπίο, εντάσσεται στο γενικότερο πλάνο και συνδέεται με τις υπόλοιπες σκηνές.
          Αντιγράφουμε: Σε σκέφτομαι μόνη στην αυλή πάνω στις μαρμάρινες πλάκες/Με το παιδί μας φοβισμένο πάνω στο στήθος σου/Τη σελήνη να κλείνει τρεις μέρες πάνω στον ουρανό (V)
Όλες αυτές οι εικόνες λειτουργούν μετωνυμικά στα πλαίσια της ποιητικής πολυσημίας. Ένα παράδειγμα: Και τους νεκρούς γύρω μας να περιμένουν μάταια μιαν ανάσταση/Ενώ μέσα τους να τρυπάνε αγριοτριαντάφυλλα/Αυτοί να τα μαδάνε από εκδίκηση
Εδώ δεν πρόκειται, βέβαια, για νεκρούς, αλλά για ζωντανούς-νεκρούς. Και είναι ένας εύσχημος τρόπος να μιλήσει κανείς για την πραγματικότητα.
Ένας από τους κυριότερους άξονες της ποιητικής σύλληψης είναι οι αντιθετικές εικόνες, που δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά δημιουργούν ισορροπία μέσα στο κινηματογραφικό κάδρο. Η τεχνική αυτή απαντάται και στον Σαχτούρη, με τον οποίο ο ποιητής συνδέεται με μια εκλεκτική, χαλαρή, έστω, ποιητική συγγένεια. Καμιά φορά ο φακός μοιάζει να κινείται από πάνω προς τα κάτω πλανζέ κι άλλες κόντρ πλανζέ, από κάτω προς τα πάνω. Ένα παράδειγμα:
Θυμάμαι κίτρινα όνειρα να κρέμονται πάνω στα φύλλα της λεμονιάς/Και ταξιανθίες προσευχών να ανεβαίνουν πάνω σε σύννεφο (ΙΙΙ)
Οι εικόνες, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα απρόσμενες, συνυφασμένες με τολμηρές μεταφορές, όπως αυτές που συναντούμε συχνά στην ποίηση του Ελύτη ή του Σαχτούρη. Σαν να έχουν καταγραφεί σε στιγμές πυρετικής ποιητικής έξαρσης και ενόρασης.
Σ’ αυτή την ποιητική ενόραση οι εντυπωσιακές εικόνες σέρνονται η μια πίσω από την άλλη σαν τα σύννεφα στον ουρανό πάντα οριοθετημένες μέσα στο κινηματογραφικό κάδρο. Ενδεικτικές είναι οι εξής: ο χάρτινος ήλιος, τα κίτρινα όνειρα πάνω στα φύλλα της λεμονιάς, οι ταξιανθίες των προσευχών, τα λουλούδια που φυτρώνουν ανάστροφα, η συστοιχία των παγωνιών που έκλεισε με δύναμη τα φτερά της, οι κάμπιες που τρώνε τη νύχτα, τα σύννεφα που έμοιαζαν με ουράνια σάβανα, τα σύννεφα που στάζουν φωνές, τα κλειδωμένα βλέφαρα της νύχτας, οι νεκροί που μετράνε τα κόκαλά τους, οι στίχοι να ρίχνονται φλεγόμενοι στα ηφαίστεια
Εν πολλοίς, πρόκειται για αποκαλυπτικές εικόνες, βγαλμένες από την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Νεκροί, ακολουθία θανάτου, κρεματόρια, ίσκιοι, μαυροντυμένες, μοιρολόγια, πένθος, φίδι, αγκάθια, σάβανα, φυλακή, καμένη γη είναι μερικές από τις ποιητικές λέξεις-φράσεις που αξιοποιεί ο ποιητής, για να οριοθετήσει έναν εφιαλτικό κόσμο.
Ωστόσο, το τέλος είναι αισιόδοξο, αφού, όπως και στην Αποκάλυψη «Εκείνος», με κεφαλαίο, είναι έτοιμος να συντρίψει τους πήλινους στρατούς:
Κι όμως, λέει ο ποιητής, βλέπω το θαύμα μέσα σου να μεγαλώνει (ΧΙ)
Κάποτε θα φτάσουμε επιτέλους στη θάλασσα (ΧΙΙ)
Πάντως, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, στα δώδεκα καλοκαίρια αλλά και σε όλη την ποιητική συλλογή, εισχωρούν βιωματικά στοιχεία, προσωπικά ή του ευρύτερου περιβάλλοντος του ποιητή. Ο ποιητικός λόγος διαπνέεται από υπαρξιακή αγωνία. Μεταφορικός, υπερρεαλιστικός και πολλές φορές ανοίκειος εντάσσεται στα πλαίσια του κατακερματισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, του εσωτερικού ανθρώπου της εποχής μας, της καθολικής απαισιοδοξίας μέσα στο ζοφερό παρόν και την αβεβαιότητα ενός ζοφερότερου μέλλοντος. Κυριαρχεί η θλίψη, η μελαγχολία, ο πόνος του ανολοκλήρωτου, απολεσθέντος έρωτα, που βιώνεται σαν πτώση από τον παράδεισο, μια μεταφυσική νοσταλγία. Πρόκειται έτσι, κατά κάποιο τρόπο, για μια αλληγορία. Για μια αλληγορία που θα μπορούσε να αναγνωστεί με δύο τρόπους: Την πτώση από τον ερωτικό παράδεισο, αλλά και την πτώση από τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας. Κι αυτό γιατί η μνήμη από την παιδική ηλικία έρχεται κι επανέρχεται έντονη στις ταινίες μικρού μήκους του Λoγγίνου. Αν και εδώ δε φαίνεται εύκολα αναγνωρίσιμη μια τέτοια εικασία. Πρόκειται απλώς για μιαν υπόθεση εργασίας.
Οι άλογες εικόνες, το δραματικό και το ερωτικό στοιχείο, ο ρυθμός, οι πειραματισμοί, η θεατρικότητα, οι απροσδόκητοι φραστικοί συνδυασμοί προσδίδουν γοητεία στην ποίηση και διαμορφώνουν μια προσωπική φωνή, ιδιαίτερη μέσα στην ευρύτερη κυπριακή ποίηση. Σε ένα βαθμό, θα μπορούσαμε να πούμε, υπάρχουν στιγμές στην ποίηση αυτή που θυμίζουν την ποιητική του Λόρκα: ο λυρισμός, ο θρήνος για τον χαμένο και ανικανοποίητο έρωτα, το φεγγάρι, το σκοτάδι, ο θάνατος, η θεατρικότητα.
Αν εξακολουθήσουμε να μιλάμε με κινηματογραφικούς όρους, τα ποιήματα του β΄ μέρους της συλλογής προσομοιάζουν σε ταινίες μικρού μήκους. Αυτοτελή και σχετικά σύντομα, τα εννέα ποιήματα έχουν γραφτεί αρκετά χρόνια πριν τα δώδεκα καλοκαίρια. Έχουν σ’ ένα βαθμό ανάλογα γνωρίσματα στο περιεχόμενο και τη μορφή. Και διακρίνει κανείς την ποιητική πορεία που διανύθηκε από τότε μέχρι σήμερα. Στα δώδεκα  καλοκαίρια τα ρητορικά μέσα μοιάζουν πιο κατακτημένα, οι τεχνικές πιο ώριμες. Εδώ, στο β΄ μέρος οι εικόνες φαίνονται πιο χαλαρά συνδεδεμένες, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό αφαιρεί κάτι από την ατμόσφαιρα και την ποιητική ενότητα. Η απήχηση του Σαχτούρη είναι, επίσης, παρούσα, σε μια γόνιμη, ωστόσο, συζήτηση με την ποίηση και ειδικότερα τον υπερρεαλισμό των εικόνων του, όπως, λ.χ., το ποίημα Το τρίχρωμο λιβάδι ή Οι γυναίκες: Εδώ και καιρό/Όμορφες γυναίκες/Απλώνουν τα μαύρα πουκάμισα/Στα δέντρα της αυλής μου
Αλλά, αν και αυτά τα ποιήματα είναι, κατά κάποιον τρόπο, πρόδρομες μορφές για τα πιο ώριμα δώδεκα καλοκαίρια, φέρουν ωστόσο τη δροσιά της πρώτης αγνής ποιητικής γραφής, τους πρώτους πειραματισμούς, διακρίνεται μια πιο αισιόδοξη διάθεση, η ματιά του ποιητή δε βλεφαρίζει τόσο σκληρή πάνω από τον κόσμο. Πάντως, όπως συμβαίνει συχνά στην υπερρεαλιστική ποίηση, δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες οι προθέσεις του δημιουργού και γίνεται έτσι πράξη η άποψη που υποστηρίζει πως ποίηση είναι η αναζήτηση του ανεξήγητου. Εδώ κυριαρχεί ο εσωτερισμός, η αυτοαναφορικότητα, ο ερωτισμός, ένας έρωτας που μοιάζει απλησίαστος, ανολοκλήρωτος, τα συμβολικά μοτίβα, ορισμένα επαναλαμβανόμενα, αρχετυπικά, προφητικές μορφές, αντλημένες μέσα από ποικίλες πηγές, κινηματογραφικές, ποιητικές, παλαιοδιαθηκικές-θρησκευτικές: το φίδι, ο γερο-μεταλλουργός, τα παιδιά, ο βοσκός με τα πρόβατα, το κήτος, τα πουλιά, η γυναίκα, οι άγιοι τρελοί.
Ως επί το πλείστον,  στη συλλογή είναι διάχυτη η προσωπική πρόσληψη του κόσμου, η δραματική διάθεση, η υπαρξιακή ενατένιση, πάντα, όμως, σ’ έναν ανοιχτό χώρο, μέσα στη φύση: πουλιά, φίδι, γρύλος, σφήκα, σκυλί, ελιές, χαρουπιά, πέτρες, θάλασσα, σύννεφα, ουρανός είναι ορισμένα από τα μέσα που αξιοποιεί ο σκηνοθέτης-ποιητής, για να στήσει το σκηνικό του. Είναι ποιήματα με κοφτές, ελλειπτικές φράσεις-προτάσεις, αφαιρετικές, συχνές επαναλήψεις, εντυπωσιακές και μεταφορικές εικόνες.
Το βιβλίο είναι μια καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Μανδραγόρας. Εκδόθηκε στην Αθήνα το περασμένο καλοκαίρι και το εξώφυλλο φέρει τη «σφραγίδα» του Άντη Ιωαννίδη και υποδηλώνει τη στάση ζωής που επέλεξε όλα αυτά τα χρόνια. Λιτό, διακριτικό και σεμνό, όπως ο ίδιος ο καλλιτέχνης.
Γενικά και καταληκτικά, ο ποιητής κομίζει με την πρώτη του συλλογή μια νέα, δυναμική πνοή στην κυπριακή ποίηση με το δικό του προσωπικό ύφος, τη δύναμη της εικόνας και του λόγου του. Το σίγουρο είναι πως θα εξακολουθήσει να πολεμά με τις εικόνες, μεταπλάθοντας σε ποίηση τον κινηματογράφο και τον κινηματογράφο σε ποίηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου