Το ασταθές βήμα του Χρίστου Χατζήπαπα

Είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι επιμένουν να χτίζουν τείχη, αλλά η λογοτεχνία να τα γκρεμίζει. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα Το ασταθές βήμα και άλλα διηγήματα. Στα διηγήματά του, τα τείχη που ορθώθηκαν ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικής καταγωγής, σε οικονομικούς μετανάστες και εκμεταλλευτές, σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους καταρρέουν. Ιδιαίτερα όσον αφορά στα διηγήματα για τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αυτό που μένει ως επίμετρο είναι πως παρά τα χρόνια της φωτιάς, τον πόνο και την περισσευούμενη αφροσύνη, η ανθρωπιά σώζεται τελικά από ανθρώπους και από τις δύο κοινότητες που, σε αντίθεση με τους πολλούς, βρίσκουν την ψυχική δύναμη να γκρεμίσουν τα μίση και τα φυλετικά τείχη. Η συλλογή συνδυάζει έτσι, γοητευτικά τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα με την προσωπική πρόσληψη των γεγονότων, τη συλλογική με την ατομική εμπειρία και τη μνήμη. Υπό αυτή την έννοια, η λογοτεχνία του Χρίστου Χατζήπαπα τολμά να αναδείξει την αλήθεια που η επίσημη ιστορία απέτυχε ή αρνείται να καταγράψει.
Ο Χρίστος Χατζήπαπας πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με δύο ποιητικές συλλογές, το 1969 και το 1979. Ακολούθως, έγραψε μυθιστορήματα και διηγήματα, αποσπώντας τέσσερα κρατικά βραβεία. Το ασταθές βήμα είναι η τέταρτη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα. Είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες που δηλώνουν τρεις κύριες θεματικές κατηγορίες: Τα της ύπαρξης και της ψυχής, Τα της Κύπρου και Τα των δούλων. Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση, το εξώφυλλο της οποίας κοσμείται με πίνακα της Σοφίας Χατζήπαπα Gee.
Η συλλογή διακρίνεται από ποικιλία τόσο από την άποψη της μορφής όσο και του περιεχομένου. Πολλά διηγήματα αφορμώνται από προσωπικές εμπειρίες.
Ο ερωτισμός είναι από τα κυρίαρχα θέματα και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση ενός πρωτοπρόσωπου, κυρίως, αφηγητή. Πρόκειται για έναν έρωτα κατά κανόνα απλησίαστο και απραγματοποίητο, που ορισμένες φορές καταλήγει στο θάνατο. Γενικά, ο έρωτας ακυρώνεται ή παραμένει ανομολόγητος, καθώς οι ήρωες διστάζουν να εκδηλωθούν ανοιχτά. Έτσι, στο διήγημα που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, Το ασταθές βήμα, και μας θυμίζει αμυδρά τη Λολίτα του Ναμπόκοφ, ο ενήλικας αφηγητής ανατρέχει στο παρελθόν, για να θυμηθεί τη 15χρονη γειτονοπούλα του και το λάγνο βλέμμα της. Οι ματιές της, όπως εξομολογείται, «περιείχαν έναν επώδυνο ερωτικό κίνδυνο». Στο The peculiar man, ο αφηγητής ταξιδεύει με ένα λεωφορείο προς τη Σόφια και έχει δίπλα του μια νεαρή κοπέλα. Η έλξη είναι αμοιβαία. Αλλά όλα ανατρέπονται αναπάντεχα, ο έρωτας ματαιώνεται, καθώς δεν μπορεί πια να συγκρατήσει την ουρήθρα του λόγω της μπίρας και της ρακής που κατανάλωσε. Στο διήγημα Ένας γέρος, ένας 94χρονος εξομολογείται στον άγνωστο αφηγητή τον ανομολόγητο έρωτά του για την κοπέλα που αγάπησε πριν πολλά χρόνια. Αποκαλύπτεται ακόμα ότι η κοπέλα πνίγηκε αργότερα στη θάλασσα. Ανάλογο τραγικό τέλος έχει και η ερωτική έλξη που νιώθει ο αφηγητής για τη Μάσια στο διήγημα Το λαρύγγι του διαβόλου. Στο διήγημα Η πόλη των άσχημων ο αφηγητής μένει έκπληκτος από την ασχήμια των ανθρώπων της Τεργέστης. Ωστόσο, μέσα στο αεροπλάνο, στη φαντασία του, η όμορφη ηρωίδα του προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα Έρως εν Καμίνω διεισδύει στο διήγημα, για να σώσει την τιμή της ομορφιάς. Αλλά όταν το αεροπλάνο προσγειώνεται στη Ρώμη, προσγειώνεται κι αυτός στην πραγματικότητα. Ο έρωτας αποδεικνύεται κι εδώ ουτοπικός.
Τέλος, στο Επτά ραβδισμοί δι’ ελαφράς καλάμου, ο αφηγητής, 11χρονος μαθητής, ερωτεύεται τη νεαρή Τουρκοκύπρια Γιασεμίν. Το θεματικό αυτό μοτίβο του ανεκπλήρωτου, ανολοκλήρωτου έρωτα συναντάται και σε άλλα πεζά του συγγραφέα όπως στο Βουκολικοί έρωτες στη συλλογή Έρως εν Καμίνω. Σε προηγούμενα βιβλία του ο έρωτας, που ευοδώνεται ακόμα και ως σεξουαλική πράξη, είναι πολύ πιο συχνός. Εκεί ο έρωτας βιώνεται ως ένας τρόπος εξέγερσης απέναντι στις συμβάσεις, αλλά εδώ, στο Ασταθές βήμα, οι ήρωες διστάζουν, δεν τολμούν να κάνουν ένα βήμα πάρα πέρα. Τα πάθη τους παραμένουν κρυμμένα, ο έρωτας και η ομορφιά μοιάζουν με χίμαιρες, και μόνο στον ύπνο και στο όνειρο μπορούν να τον γευτούν.
Ένα άλλο θεματικό μοτίβο, που επανέρχεται στα πεζά του Χρίστου Χατζήπαπα, είναι η νοσταλγία για την παιδική αθωότητα, το χαμένο παράδεισο. Στο διήγημα Σαν δισκοβόλος ο αφηγητής συνειρμικά επαναφέρει στη μνήμη του τα σχολικά του χρόνια. Στο Επτά ραβδισμοί δι’ ελαφράς καλάμου αναφέρθηκε ήδη ο παιδικός έρωτας για την Γιασεμίν. Έτσι αφήνει να φανεί η θλίψη και η μελαγχολία για το οριστικά χαμένο.
Η συλλογή Το ασταθές βήμα είναι επηρεασμένη κατά ένα μέρος από ταξίδια του συγγραφέα στο εξωτερικό, π.χ. [Το λαρύγγι του διαβόλου και το The peculiar man αναφέρονται] τη Βουλγαρία με την οποία διατηρεί ιδιαίτερες σχέσεις, [ενώ τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με ταξίδια για συναντήσεις και συνέδρια με συγγραφείς. Η πόλη των άσχημων διαδραματίζεται], την Τεργέστη, [ενώ το Πωλούνται φιόρδ αναφέρεται σ] τη Νορβηγία και τη Σουηδία [και το Συμβατό ήπαρ στη Σουηδία]. Έτσι ο συγγραφέας δίνει ένα πολυπολιτισμικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα στα κείμενά του. Επιχειρεί ένα άνοιγμα, πέρα από τα στενά όρια της Κύπρου, μια οικείωση του ξένου από προσωπική ανάγκη. Ταυτόχρονα, το αφηγηματικό ταξίδι αποτελεί μια ευκαιρία για ενδοσκόπηση και αυτογνωσία, όπως συμβαίνει κυρίως στην Πόλη των άσχημων.
Θεματικό μοτίβο στα διηγήματα αυτά είναι και η συχνή αναφορά στη λογοτεχνία και το βιβλίο, όχι μόνο ως προς τη διακειμενικότητα και τις ποικίλες λογοτεχνικές συνδηλώσεις, αλλά και ως καθαυτό υποκείμενο της συγγραφής. Τέτοια διηγήματα είναι όσα αναφέρονται στα λογοτεχνικά ταξίδια, αν μπορούμε να τα ονομάσουμε ως τέτοια, αλλά κυρίως η Πείνα του Ραντέσκου. Ο αφηγητής βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει κριτική με ένα καυστικό χιούμορ σε γνωστά πρόσωπα της κυπριακής λογοτεχνίας και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Στιγματίζονται είτε για δουλοπρέπεια απέναντι στον Ραντέσκου, στην προσπάθεια να προωθήσουν το έργο τους στο εξωτερικό και τη ματαιοδοξία τους να κατακτήσουν κι αυτό ακόμα το Νόμπελ! Στις βαλίτσες του ο Ραντέσκου κρύβει ως πεσκέσια των Κύπριων λογοτεχνών τραχανά, λούντζα, τυροπιτάκια, καπνιστά λουκάνικα και χαλούμια.
Σημαντική παράμετρος της θεματικής του συγγραφέα είναι οι δραστηριότητες της Εκκλησίας και των ταγών της. Όπως και αλλού (π.χ. στο μυθιστόρημα Ολκός του μαύρου φεγγαριού) επικρίνει την υποκρισία και τη συμπεριφορά των κληρικών. Στην Πείνα του Ραντέσκου, ο προκαθήμενος αποκαλείται Κροίσος «με τα μέχρις αισχύνης πλούτη του», καθώς θα μπορούσε μέχρι και στον Παράδεισο να πληρώσει το καλύτερο ξενοδοχείο με πισίνες, τζακούζι και μασέρ. Στο διήγημα Σε πορνείο της Λεμεσού, ο νταβατζής προμηθεύει στον «Σεβασμιότατο» Λεμεσού πόρνες από τη Λευκωσία. Ο συγγραφέας καυτηριάζει έναν πανταχού παρών κληρικαλισμό, που δεν περιορίζεται στα θρησκευτικά του καθήκοντα, αλλά ασκεί με τα πλούτη του επιρροή στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Ωστόσο, δεν είναι μηδενιστής, καθώς αποδίδει και τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Στο διήγημα Εσύ, εγιώ, τζι’ ο Θεός, ένας «αδέσποτος» Αρχιμανδρίτης αποκαλεί τον Ελληνοκύπριο, που του εκμυστηρεύτηκε πως σκότωσε με δόλο έναν Τουρκοκύπριο «δύο φορές δολοφόνο», «καταδικασμένο στο πυρ το εξώτερον». Πάντως, η θετική αυτή αναφορά δεν αναιρεί τη γενικότερη κριτική του στάση απέναντι στην Εκκλησία. Γι’ αυτόν οι ανώτεροι κληρικοί είναι μεσάζοντες, μεταπράτες και μιζαδόροι ανάμεσα στους απλούς πιστούς και τον Θεό. Και επιβεβαιώνει έτσι αυτό που υποστηρίζει ο μεγάλος Ρώσος φιλόσοφος Νικόλαος Μπερντιάεφ στο βιβλίο του Για την αξία του χριστιανισμού και την απαξία των χριστιανών: Ότι η μεγαλύτερη αντινομία του χριστιανισμού είναι οι ίδιοι οι χριστιανοί.
Αλλά ούτε και ιδεολογικά ο συγγραφέας χαρίζεται σε κανέναν. Είτε πρόκειται για το σοσιαλιστικό σύστημα της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, τον αμερικανισμό, που παρέσυρε τα πάντα μετά την κατάρρευση, είτε ακόμα το νεοπλουτισμό των σύγχρονων Κυπρίων. Στο καθεστώς κυρίως της Βουλγαρίας, αλλά και της Ρουμανίας, αναφέρονται τα διηγήματα The peculiar man, Το λαρύγγι του διαβόλου, Η πείνα του κυρίου Ραντέσκου και η Μιλένα. Οι κομμουνιστές ηγέτες Ντόντορ Ζίβκοφ και Τσαουσέσκου αποκαλούνται ειρωνικά μεγάλοι ηγεμόνες, οι ποιητές τούς εξυμνούν, ο Ζίβκοφ μασουλάει τους κομματικούς αξιωματούχους «χρατς χρατς σαν φρυγανιά», οι χωροφύλακες και οι τελωνειακοί λαδώνονται, η επιβίωση διανέμεται με το δελτίο (Η πείνα του κυρίου Ραντέσκου), γίνεται λόγος για τη Μυστική Υπηρεσία, τα «οκνά γκαρσόνια του σοσιαλισμού» (Το λαρύγγι του διαβόλου) και την πρακτική της ανταπόδοσης μιας εξυπηρέτησης σε «γιατρούς, κομματικούς, δημόσιους υπαλλήλους. Ακόμα και προς τη μανάβισσα της γειτονιάς». Στο μετακομμουνιστικό καθεστώς, οι εκφραστές της «άγριας δύσης» οι νεόπλουτοι κυκλοφορούν με πολυτελή αμάξια και λυμαίνονται τα πάντα.
Ο νεοπλουτισμός των Κυπρίων στιγματίζεται κυρίως στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που όπως αναφέραμε, τιτλοφορείται Τα των δούλων. Τα πέντε διηγήματα της ενότητας αυτής αναφέρονται σε οικονομικούς μετανάστες από τη Βουλγαρία, οι οποίοι φτάνουν και εργάζονται στην Κύπρο από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Ο συγγραφέας παρατηρεί την άγρια εκμετάλλευση που υφίστανται κι αυτό γιατί έκαναν το λάθος να ονειρευτούν μια καλύτερη ζωή στην Κύπρο. Εργάζονται ως αγρότες, εργάτες, οικιακοί βοηθοί. Σε όλες τις περιπτώσεις, επικρίνεται η οικονομική εκμετάλλευση και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας. Ορισμένες φορές ασκείται σεξουαλική και ψυχολογική βία. Στο διήγημα Μιλένα, ένα 15χρονο κορίτσι βιάζεται από έναν ψυχικά καθυστερημένο νεαρό, γιατί οι γονείς του, τα αφεντικά, δεν προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Στο διήγημα Γραμμένα με ακρίβεια, η Μίγκα πιέζεται συνεχώς από το αφεντικό της και απειλείται, για να υποκύψει στις σεξουαλικές του ορέξεις. Στις πλείστες περιπτώσεις καταγγέλλεται η συμπαιγνία των εκμεταλλευτών με τις δημόσιες υπηρεσίες. Όταν διατυπώνουν απειλές, η σχεδόν μόνιμη επωδός τους είναι οι γνωριμίες που έχουν, όπως συμβαίνει στο Δεκαοκτώ ραφές, στο Ρομπότ και στο Ο Ιλιάν έβηχε. Έτσι η εκμετάλλευση διαιωνίζεται και το κράτος καθίσταται συνένοχο μιας απαράδεκτης για την κοινωνία μας ρατσιστικής συμπεριφοράς.
Τέλος, βασική θεματική της συλλογής αποτελούν τα πολιτικά γεγονότα που επηρέασαν και σημάδεψαν την Κύπρο από τη δεκαετία του 1950 μέχρι και μετά το 1974. Ιδιαίτερα τον συγγραφέα απασχολούν οι σχέσεις και οι συγκρούσεις των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκύπριους. Αυτά τα πολιτικά γεγονότα και οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις είναι κοινός τόπος στα έργα του Χρίστου Χατζήπαπα. Από την ποίηση μέχρι το μυθιστόρημα και το διήγημα. Από τη συλλογή Το μεγάλο Ψέμα του 1981, είναι χαρακτηριστικό το διήγημα Εξάρες για τη σχέση του Ελληνοκύπριου Κώστα Μπουρή με τον Τουρκοκύπριο Χουσεΐν στα ταραγμένα χρόνια του Αγώνα της ΕΟΚΑ. Στο διήγημα Νοερή προειδοποίηση από τη συλλογή του 1984 Εντελώς φυσιολογικός, γίνεται λόγος για τη φιλία ανάμεσα στον Μουσταφά και τον Ελληνοκύπριο αφηγητή στα χρόνια των δικοινοτικών συγκρούσεων του 1963-1967. Από τη συλλογή του 2001 Έρως εν Καμίνω τα διηγήματα Συμπτώσεις του κερατά, Να ντρεπόμαστε να πούμε τ’ όνομά μας, Δεν κατάλαβαν, αναφέρονται στο 1974 και κυρίως στο ανθρωπιστικό δράμα των αγνοουμένων. Όσον αφορά στα μυθιστορήματα, Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου (1989) τοποθετείται στην Κερύνεια και αφηγείται την τραγωδία του 1974, ενώ Στο μάτι του φιδιού το ιστορικό υπόστρωμα του βιβλίου είναι τα γεγονότα από το 1959 μέχρι και μετά το 1974.
Στη συλλογή Ασταθές βήμα, η ενότητα Τα της Κύπρου, είναι ένα πανόραμα των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων της περιόδου 1950-1974. Παρελαύνουν σημαντικά ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Γρίβας, ο Σαμψών, ο Γιατρός, ο Γιωρκάτζης, ο Φαζίλ Κουτσούκ, οργανώσεις όπως η ΕΟΚΑ Β΄ και η ΤΜΤ, γεγονότα όπως η σφαγή του Κιόνελι (αναφέρεται και Στην ολκό του γαλάζιου υάκινθου) οι φασαρίες του 1963, οι δολοφονίες αθώων πολιτών και οι πράξεις αντεκδίκησης και από τις δυο πλευρές, το πραξικόπημα του 1974, η εισβολή. Ο συγγραφέας διαγράφει το ιστορικό του πλαίσιο, για να εξετάσει τη θέση και τη στάση του ατόμου μέσα στις μυλόπετρες της ιστορίας. Ορισμένες φορές μια προσωπική εμπειρία στέκεται η αφορμή για να μιλήσει για την ιστορία. Στο Εσύ, εγιώ, τζι ο Θεός, η φιλία του Τουρκοκύπριου Λουτβή με τον Ελληνοκύπριο αφηγητή θα επιβιώσει μέσα στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια, στην εποχή του τυφλού μίσους όπως μαρτυρεί η δολοφονία του Αλί από τον Γιώργο134. Στο Επτά ραβδισμοί δι’ ελαφράς καλάμου, όπως προαναφέρθηκε, ο παιδικός έρωτας για την Γιασεμίν, θα γίνει η αφορμή για τον αφηγητή να διηγηθεί τα γεγονότα από το 1955-59, την ένταση και τις επιθέσεις κατά Τουρκοκυπρίων, την τουρκανταρσία μέχρι και τις μέρες μας. Ο αφηγητής με ένα χρονικό άλμα φτάνει σε ένα πρόσφατο περιστατικό που συνέβη προ τριετίας στην Αγγλική Σχολή και στα επεισόδια ανάμεσα σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους μαθητές. Ο μικρότερος γιος του έλαβε μέρος στα επεισόδια. Καταλήγοντας αναρωτιέται: «Είναι κάτι που δεν μπορώ να πιστέψω. Πού απουσίαζα όλα αυτά τα χρόνια;» Ο αφηγητής βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του και την αυτοκριτική του. Αλλά, παράλληλα, το ερώτημά του διατυπώνεται με αποδέκτη τον αναγνώστη. Είναι ακόμα μια κραυγή αγωνίας, γιατί παρά την τραγωδία που βίωσε και βιώνει ο τόπος μας, ο φανατισμός είναι υπαρκτός και επικρέμαται ως απειλή πάνω από τα κεφάλια μας.
Στο διήγημα Με τες φασαρίες, κάπου στο 1958-59, ο αφηγητής-μαθητής σώζεται από το μένος ομάδας Τουρκοκυπρίων στον τουρκομαχαλά από έτερο Τουρκοκύπριο ποδηλάτη. Στις δικοινοτικές ταραχές του 1963-64 ο αφηγητής ανταποδίδει, καθώς επιχειρεί να σώσει από Ελληνοκυπρίους έναν Τουρκοκύπριο ποδηλάτη, ίσως τον ίδιο που τον φυγάδευσε από τον τουρκομαχαλά. Στο Ρίψασπις λέων, ο πρωταγωνιστής, ένας εργάτης δουλεύει με Τουρκοκύπριους σε δημόσια έργα και εργοστάσια. Αφηγείται τις εμπειρίες του από τα αιματηρά Χριστούγεννα του 1963 μέχρι το 1974.
Μέσα από τα διηγήματα αυτά μπορούμε ν’ ανασυνθέσουμε την οπτική γωνία των πρωτοπρόσωπων αφηγητών, που συγκλίνουν στην προσωπική άποψη του συγγραφέα της συλλογής. Όπως αναφέρει ο αφηγητής στο διήγημα Με τες φασαρίες στη διάρκεια του αγώνα 1955-59 «οι Τούρκοι ήταν πια και αυτοί ανακατωμένοι στα πράγματα. Ένεκα του συνθήματος της Ένωσης… Ήξερα πως οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί αν δεν τους κάνουμε εμείς. Μα και κάποιοι από τους ηγέτες τους, που τους οδήγησαν αλλού. Με τη βοήθεια των Εγγλέζων, φυσικά. Τότε είχε βγει και η διχοτόμηση από το θηκάρι. Οι τοίχοι γεμάτοι συνθήματα: ya taksim ya olum… Διχοτόμηση ή θάνατος». Αυτή την άποψη ασπάζεται και στο διήγημα Συμπτώσεις του Κερατά στη συλλογή Έρως εν Καμίνω. Ευθύνονται, λοιπόν, και οι Άγγλοι και οι Τούρκοι για όσα έγιναν. Βαριές ευθύνες επιρρίπτει και στη δική μας πλευρά, και μάλιστα εδώ είναι πιο αυστηρός. Και ίσως έτσι πρέπει να είναι. Πρέπει να είναι κανείς πιο αυστηρός με τον εαυτό του παρά με τους άλλους. Τα έχει με τους φασίστες, τους εθνικιστές, τις γριβικές οργανώσεις, τις διάφορες ομάδες που υπονόμευαν τη δημοκρατία.
Μόνο αν αποδοθούν οι ευθύνες και υπάρξει ειλικρινής παραδοχή για όσα έγιναν, όταν υπηρετήσουμε την αλήθεια, θα μπορέσουμε να γεφυρώσουμε τις διαφορές, θα υπάρξει συμφιλίωση, ειρήνη και ασφάλεια. Νομίζω, αυτό συνάγεται μέσα από τα διηγήματα του Χρίστου Χατζήπαπα. Αυτή είναι η ιδεολογία του και την υπηρετεί πιστά με ανυποχώρητη παρρησία. Διαπνέεται από έναν βαθύ ανθρωπισμό. Δεν υπάρχει άσπρο-μαύρο. Καλοί Ελληνοκύπριοι και κακοί Τουρκοκύπριοι ή το αντίθετο. Δεν υπάρχουν μονοδιάστατες αντιλήψεις. Αυτοί που μονοπωλούν το ενδιαφέρουν του είναι εκείνοι που αψήφησαν το ρεύμα της εποχής τους, αυτοί που ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, έσωσαν την ανθρωπιά και τον άνθρωπο. Ο Χρίστος Χατζήπαπας είναι πεπεισμένος πως θα έρθουν καλύτερες μέρες. [με το λογοτεχνικό του έργο ενώνει τη φωνή του με άλλους ομότεχνούς του, όπως τον Παντελή Μηχανικό και τον Θεοκλή Κουγιάλη, αλλά και τους προοδευτικούς Τουρκοκύπριους λογοτέχνες Νεσέ Γιασίν, Γκουρκέντς Κορκμαζέλ, Μεχμέτ Κανσού, Μεχμέτ Γιασίν και Χακκί Γκιουζέλ που αντιτάσσονται στο σοβινισμό και πιστεύουν στην ειρήνη].
Όπως αναφέρει στο ποίημά του «Το τείχος» ήδη από το 1979: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα χαλάσουν το τείχος «πούστησαν ανάμεσά μας απελπισμένοι ρυμοτόμοι». [Γίνεται σαφές ότι ο Χρ. Χατζήπαπας πάσχει για την υφιστάμενη κατάσταση και συμπάσχει με το λαό. Όπως έλεγε ο Γ. Φ. Πιερίδης για τον λογοτέχνη, «σε δύσκολους καιρούς, σε ώρες κρίσιμες για τον τόπο του και το λαό του, η συμμετοχή του γίνεται απόλυτη και τον σπρώχνει να εκφράσει με τρόπο άμεσο τη δοκιμασία και τον αγώνα του λαού του»].
Απλοί άνθρωποι, εργάτες, μεροκαματιάρηδες, μετανάστες, συγγραφείς είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στη συλλογή Το ασταθές βήμα. Αυτό δεν αποτελεί σύμπτωση. Είναι μια συνειδητή πράξη. Τον συγγραφέα ενδιαφέρει ο απλός λαός. Αυτό γίνεται περισσότερο κατανοητό, αν εξεταστεί ο ρόλος των προσώπων που αποκλίνουν από τις πληθυσμιακές αυτές ομάδες. Η νομενκλατούρα των σοσιαλιστικών καθεστώτων, οι ιερωμένοι, οι έχοντες και οι κατέχοντες στην κυπριακή κοινωνία, όσοι διαδραμάτισαν σημαντικό πολιτικό ρόλο στα ταραγμένα χρόνια της ιστορίας μας και ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση, εξετάζονται με κριτική διάθεση. Η αποτίμηση γι’ αυτούς είναι αρνητική. Ο συγγραφέας τάσσεται στο πλευρό των αδύνατων και των κατατρεγμένων, των πονεμένων και των αδικημένων.
Άλλωστε τα διηγήματα αυτά εντάσσονται στο πνεύμα της ρεαλιστικής σχολής, έστω κι αν συχνά υπάρχει εναλλαγή με μνημονικές αναδρομές και επιστρατεύεται η φαντασία. Η μυθοπλασία τους αφορμάται, λοιπόν, από την πραγματικότητα και συχνά έχουν αυτοαναφορικά στοιχεία. Ο ρεαλισμός, σε συνδυασμό με το έντονο χιούμορ και το σαρκασμό είναι το κατ’ εξοχήν μέσο για κοινωνική κριτική. Επιβεβαιώνεται, έτσι, στο Ασταθές βήμα η μεγάλη αλήθεια που διατύπωσε ο Ρομάν Γιάκοπσον, ότι δηλ. η πεζογραφία δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια τεράστια μετωνυμία της πραγματικότητας. Ιδιαίτερα το διήγημα με την οργάνωση και τους τρόπους της αφήγησής του αποτελεί μια καλειδοσκοπική εικόνα της πραγματικότητας και ίσως αποδίδει πειστικότερα από το μυθιστόρημα την κατακερματισμένη εποχή μας. Υπό αυτή την έννοια, παρά τη συντομία του προσφέρει μια συνολική αίσθηση της ζωής. Έτσι και στα διηγήματα του Χρ. Χατζήπαπα φωτίζονται όψεις της ιστορίας και της κοινωνίας, της ζωής γενικότερα.
Η αφήγηση είναι κυρίως πρωτοπρόσωπη από έναν συμμετέχοντα στα γεγονότα ομοδιηγητικό αφηγητή. Αυτό δίνει τη δυνατότητα για άμεση πρόσβαση στη συνείδηση και τη σκέψη του ήρωα. Στα διηγήματα αυτά διαπιστώνει κανείς τη χρήση πληθώρας αφηγηματικών τεχνικών, που προκαλούν αφηγηματική ένταση και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Κυριαρχεί η συμπαράθεση ρεαλιστικών και μνημονικών συνειρμών, ονειρικών και φαντασιακών, υπερρεαλιστικών στοιχείων. Έτσι ακόμα και αυτή, η κυρίαρχη ρεαλιστική τάση υπονομεύεται, όπως συχνά υπονομεύεται και ο ίδιος ο αφηγητής με τον αυτοσαρκασμό του. Συνήθως υπάρχει θραύση της χρονικής διαδοχής, της ευθύγραμμης αφήγησης, δημιουργώντας έτσι μια πλούσια συγγραφική σκηνοθεσία στην εξέλιξη της πλοκής. Τέτοιες τεχνικές, που καμιά φορά συνυπάρχουν σε ορισμένα διηγήματα, είναι αναδρομές (Ασταθές βήμα, Σαν δισκοβόλος, The peculiar man, Η πόλη των άσχημων, Το λαρύγγι του διαβόλου, Εσύ εγιώ τζ’ ο Θεός, Σε πορνείο της Λεμεσού), εγκιβωτισμένη αφήγηση, αντικατοπτρικές ιστορίες και παρεκβάσεις (Σαν δισκοβόλος, Ένας γέρος, Η πόλη των άσχημων, Το λαρύγγι του διαβόλου, Πωλούνται φιορδ, Μιλένα), in media res, στο μέσο δηλ. της υπόθεσης (Εσύ εγιώ τζ’ ο Θεός, πορνείο της Λεμεσού, Μιλένα) προσημάνσεις, πρόδρομες αφηγήσεις και προοικονομία (Σαν δισκοβόλος, The peculiar man, Ο θάνατος του λουλουδιού, Πωλούνται φιορδ, Εσύ εγιώ τζ’ ο Θεός), εκτεταμένοι μονόλογοι (Το ασταθές βήμα) ή διάλογοι (Ένας γέρος, The peculiar man), η επιστολή ως αφηγηματικός λόγος (Δεκαοκτώ ραφές, Ο Ιλιάν έβηχε, Γραμμένα με ακρίβεια), το αναπάντεχο, απροσδόκητο τέλος (The peculiar man, Ένας γέρος, Το λαρύγγι του διαβόλου, Πωλούνται φιορδ, Το ρομπότ).
Η διακειμενικότητα είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο των πεζών κειμένων του συγγραφέα. Αναφορές σε γνωστούς πεζογράφους και ποιητές και το έργο τους, παραφράσεις τίτλων με χιουμοριστική διάθεση ή σατιρική αντιμετώπιση (Η πόλη των άσχημων: Κοέλο, Νταν Μπράουν και Κώδικας ντα Βίντσι), παραθέσεις αποσπασμάτων (Η πόλη των άσχημων, Το λαρύγγι του διαβόλου), αποστροφές (Όσκαρ Ουάιλντ-Η πόλη των άσχημων), αναφορά σε τραγούδια, ταινίες κινηματογράφου (Το λαρύγγι του διαβόλου-Το Κύμα, Τα πουλιά του Χίσκοκ, The peculiar man -Simon and Gurfugel) ή ακόμα και λογοτεχνικά έργα που συνδέονται υπόγεια με τα διηγήματα της συλλογής (Ασταθές βήμα-Λολίτα του Ναμπόκοφ, Σαν δισκοβόλος-Τα πουλιά του Χίσκοκ, Εσύ εγιώ τζ’ ο Θεός-Άουτο ντα φε του Γ. Φ. Πιερίδη, το Εγώ κι Αυτός του Αλμπέρτο Μοράβια).
Αλλά, το σπουδαιότερο και πιο ενδιαφέρον, ίσως, είναι η διακειμενικότητα που αναπτύσσει ο συγγραφέας ανάμεσα στα ίδια τα λογοτεχνικά του κείμενα με συγκεκριμένα πρόσωπα και θεματικά μοτίβα. Τέτοιου είδους διακειμενικότητα θα συναντήσουμε στο διήγημα Σαν δισκοβόλος. Ο αφηγητής μεταξύ ονείρου, υπερρεαλισμού και πραγματικότητας συνδέει τους μαυροκόρακες, που όσο και να θέλει δε φεύγουν από τον κήπο του, με την επώδυνη εμπειρία της ασθένειας και του θανάτου του πατέρα του. Η επώδυνη αυτή εμπειρία γίνεται και επώδυνη μνήμη που έρχεται και επανέρχεται στα έργα του συγγραφέα, όπως στη συλλογή Εντελώς φυσιολογικός, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα του στο ομώνυμο διήγημα, αλλά και στη συλλογή Έρως εν Καμίνω, στο διήγημα Μια δεύτερη κηδεία. Το διήγημα Έρως εν Καμίνω, συνδέεται με τη συλλογή Ασταθές βήμα, καθώς η ηρωίδα, η θελκτική Βαλέρια, επανεμφανίζεται στην Πόλη των άσχημων. Μια ολόκληρη σελίδα της προηγούμενης συλλογής παρατίθεται αυτούσια σ’ αυτό το διήγημα. Έτσι ο συγγραφέας χτίζει γέφυρες ανάμεσα στα έργα του και ενοποιεί τους θεματικούς του άξονες. Γενικά, η διακειμενικότητα δημιουργεί ένα ταξίδι επικοινωνίας ανάμεσα σε λογοτεχνικά κείμενα και παρέχει την ευκαιρία για ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό των διηγημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα είναι η σάτιρα, τα ευτράπελα, ο σαρκασμός και αυτοσαρκασμός, η ειρωνεία και κυρίως το χιούμορ, που πολλές παίρνει έναν φρενήρη ρυθμό, αποδομεί και διαλύει τα πάντα, όπως στο διήγημα Η πείνα του κυρίου Ραντέσκου ή στο Πωλούνται φιορδ. Στο τελευταίο, το μακάβριο χιούμορ γίνεται γκροτέσκ, ο θάνατος αντιμετωπίζεται με σαρκαστική διάθεση, η οποία ανακόπτεται αναπάντεχα με το γεγονός του θανάτου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο διήγημα Το ρομπότ. Το χιούμορ, δηκτικό και ανατρεπτικό, είναι το μέσο για να κρίνει και να κατακρίνει ο συγγραφέας τα κακώς κείμενα. Πολλές φορές λειτουργεί και ως στοιχείο αισιοδοξίας σ’ έναν απαισιόδοξο κόσμο. Από τα διηγήματα δε λείπει η μελαγχολική και στοχαστική διάθεση.
Όσον αφορά στη γλώσσα, αυτή προσιδιάζει στην προσωπικότητα και την ψυχολογική κατάσταση του εκάστοτε αφηγητή, που άλλοτε είναι συγγραφέας, άλλοτε εργάτης ή μετανάστης και γενικά των ομιλούντων προσώπων και το κοινωνικό και ηλικιακό τους καθεστώς. Γίνεται, μάλιστα, συχνή χρήση τούρκικων και βουλγάρικων λέξεων, όταν το απαιτούν τα θέματα και οι διάλογοι. [Στα διηγήματα Ένας γέρος και Σε πορνείο της Λεμεσού ο διάλογος εξελίσσεται στην κυπριακή διάλεκτο. Στο διήγημα Με τες φασαρίες, στον πειστικό διάλογο με Τουρκοκύπριους χρησιμοποιούνται πολλές τούρκικες λέξεις. Σε ορισμένα διηγήματα που έχουν να κάνουν με τη «βουλγάρικη θεματολογία» γίνεται χρήση άφθονων βουλγάρικων λέξεων]. Η καθαρεύουσα και η εκκλησιαστική γλώσσα και οι ποικίλες συνδηλώσεις που δημιουργούνται είναι επίσης αρκετά συχνές και αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής σε όλο το πεζογραφικό έργο του Χρίστου Χατζήπαπα. Αυτό καθιστά τη λογοτεχνική του γραφή πλούσια και ελκυστική. Γενικά, οι μικρές και κοφτές προτάσεις εναλλάσσονται με τον μακροπερίοδο λόγο, κάτι που σχετίζεται απόλυτα με το ύφος και το ρυθμό της αφήγησης.
Ανακεφαλαιώνοντας, Το ασταθές βήμα είναι μια σημαντική συλλογή, όπως σημαντικά ήταν και τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Η αφηγηματική πολυμορφία, η έντονη κοινωνική κριτική, τα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα, το χιούμορ, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση με τον εξομολογητικό της τόνο και τα θεματικά μοτίβα, καθιστούν τα διηγήματα της συλλογής αναγνώσματα γοητευτικά. Το προσωπικό ύφος του συγγραφέα, που διαμορφώθηκε στα προηγούμενα έργα του, και ο τρόπος που πραγματεύεται τους θεματικούς του άξονες είναι αναγνωρίσιμα και στο Ασταθές βήμα. Τα διηγήματα αφήνουν στον αναγνώστη, παρά τα όσα τραγικά συμβαίνουν, μια επίγευση αισιοδοξίας, ιδιαίτερα αυτά που αναφέρονται στα ιστορικοπολιτικά γεγονότα της πατρίδας μας. Ο ανθρωπισμός, η συναδέλφωση, παρά τις όποιες δυσκολίες, τα εμπόδια και τα τείχη που ορθώνουν πολλοί, μπορούν να δώσουν διέξοδο στον πολύπαθο αυτό τόπο. Άλλωστε, αυτή είναι η αγωνία και το όνειρο που καταθέτει ο Χρίστος Χατζήπαπας στο Ασταθές βήμα. Αυτός είναι και ρόλος της λογοτεχνίας: Να γκρεμίζει τα τείχη, να φέρνει κοντά τους ανθρώπους, να ξεσκεπάζει την ψεύτικη γλώσσα της εξουσίας, να εισχωρεί στο βάθος των πραγμάτων και να ανασύρει ακόμα και την επώδυνη αλήθεια. Ή όπως είπε πρόσφατα σε μια συνέντευξή του ο Αμερικάνος συγγραφέας Ράσελ Μπανκς: «Η λογοτεχνία εξανθρωπίζει εκείνους που χωρίς αυτήν θα δυσκολεύονταν να θεωρηθούν απλώς άνθρωποι. Δίνει μια υπαρξιακή πραγματικότητα σ’ εκείνους που για μας δε θα ήταν παρά αντικείμενα, είτε πρόκειται για γυναίκες, παιδιά, φτωχούς, μαύρους ή ακόμα και πλούσιους». Ή όπως αλλιώς το έθεσε παλαιότερα ο Γιάννης Ρίτσος για το ρόλο των λογοτεχνών: «Και σε μας φίλοι πέφτει πολλή δουλειά να ζυμώσουμε τούτο το θυμό σ' ένα μεγάλο καρβέλι δικαιοσύνη που να χορτάσουν τα παιδιά και να χαμογελάσουν οι μανάδες».