Η θεματική του έρωτα στην κυπριακή λογοτεχνία


Η θεματογραφία του έρωτα στην κυπριακή πεζογραφία

Όπως συμβαίνει στην παγκόσμια πεζογραφία, έτσι και στην κυπριακή ο έρωτας στις ποικίλες του μορφές είναι ένας από τους κεντρικούς πυρήνες της λογοτεχνικής παραγωγής. Η κυπριακή πεζογραφία έχει, βέβαια, τις δικές της ιδιαιτερότητες που τη διαφοροποιούν λίγο ή πολύ από την ευρύτερη νεοελληνική και την παγκόσμια πεζογραφία. Πολλά από τα ερωτικά θέματα, όπως η σχέση έρωτα και θανάτου, έχουν απασχολήσει την παγκόσμια λογοτεχνία ήδη από τις απαρχές της, στα Έπη του Ομήρου και το Έπος του Γιλγαμές, στα οποία μπορούμε να ανιχνεύσουμε ποικίλες όψεις και εκδηλώσεις του έρωτα. Πάντως, εξετάζοντας το θέμα του έρωτα διερευνούμε ταυτόχρονα την ιστορία της νεότερης κυπριακής πεζογραφίας, αφού ο έρωτας είναι κεντρικός άξονας της λογοτεχνίας. Βέβαια, η εισήγηση αυτή, δεν μπορεί να καλύψει παρά ορισμένους από τους δημιουργούς και τα έργα τους.
Η θεματική του έρωτα θα μπορούσε να διαχωριστεί για σκοπούς διερεύνησης και ανάλυσης σε ορισμένες βασικές κατηγορίες: έρωτας-θάνατος-τραγικά αδιέξοδα, ο ατελέσφορος, ουτοπικός έρωτας, η μοιχεία και η απιστία, η σχέση του έρωτα και εκπροσώπων της Εκκλησίας, ο αγοραίος έρωτας και η αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά κ.ά.

Έρωτας-θάνατος
Στην πεζογραφία που εντάσσεται στην κατηγορία έρωτας και θάνατος, συνήθως οι ήρωες πεθαίνουν από μαράζι, τρελαίνονται, αυτοκτονούν, διαπράττουν ερωτικά εγκλήματα, προκαλούν ερωτικές τραγωδίες. Ορισμένες φορές, ένας θάνατος είναι η αφορμή για να αρχίσει ένας έρωτας ή στο περιθώριο μιας κηδείας ανασύρονται ερωτικές μνήμες και σκέψεις.
Η έκδοση της συλλογής διηγημάτων Έρωτος αποτελέσματα του Ιωάννη Καρατζά, το 1792 σηματοδοτεί τη νεότερη πεζογραφική παραγωγή της Κύπρου, αλλά έχει και ευρύτερη σημασία, αφού πρόκειται για την πρώτη συλλογή πρωτότυπων νεοελληνικών διηγημάτων. Ο τίτλος του βιβλίου δηλώνει τις προθέσεις του συγγραφέα και ο διδακτισμός του είναι προφανής. Από τις τρεις ερωτικές ιστορίες μόνο η μία καταλήγει σε γάμο. Και μια σε τραγικά αποτελέσματα.
Στο διήγημα «Ιστορία δευτέρα˙ έρωτας ελεεινός ενός Κερκυραίου, δραγουμάνου του της Βενετίας πρέσβεως εν Κωνσταντινουπόλει…» δύο από τα κεντρικά πρόσωπα, ο Αντρέας και η Μεϊρέμ, μετά από επεμβάσεις τρίτων και παρεξηγήσεις, οδηγούνται από μελαγχολία στο θάνατο. Η Αρμένισσα Χοροψιμέ, η πέτρα του σκανδάλου, που δεν ανταποκρίνεται στον έρωτα του Ανδρέα, από τύψεις ορκίζεται να παραμείνει παρθένα μέχρι το θάνατό της.
To 1847 εκδίδεται το πρώτο κυπριακό μυθιστόρημα, ο Θέρσανδρος του Επαμεινώνδα Φραγκούδη. Αναφέρεται στον έρωτα δύο νέων, του Θέρσανδρου και της Ελένης. Η Ελένη πεθαίνει με το όνομα του αγαπημένου στα χείλη της και ο παράφορα ερωτευμένος Θέρσανδρος θέτει τέρμα στη ζωή του πάνω από το πτώμα της. Το μυθιστόρημα, σ’ ένα βαθμό καθίσταται μελέτη του έρωτα και του θανάτου.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή πια της αγγλοκρατίας, η πεζογραφία στρέφεται στο ηθογραφικό διήγημα. Το θέμα του έρωτα και του θανάτου αναπτύσσουν σε αρκετά διηγήματά τους ο Δ. Σταυρινίδης («Η κατάρα»), ο Ι. Κηπιάδης («Το παράπονο της Ανθούλλας», «Ο εγκαταληφθείς») και ο Κ. Ελευθεριάδης («Η τρελλή»), ορισμένες φορές με ρομαντική διάθεση.
Στην εποχή από τον Α΄ Παγκόσμιο μέχρι το τέλος της αγγλοκρατίας, οι νέες τάσεις της πεζογραφίας έχουν αντίκτυπο και στην οπτική γωνία υπό την οποία οι συγγραφείς αντικρίζουν τα θέματά τους και βέβαια το θέμα του έρωτα και του θανάτου. Το ηθογραφικό διήγημα υποχωρεί και κυριαρχεί το ρεαλιστικό κοινωνικό διήγημα. Συχνά εμπεριέχονται στοιχεία από τον αισθητισμό και προς το τέλος της περιόδου, γίνεται στροφή προς τον εσωτερικό άνθρωπο, τα υπαρξιακά και ερωτικά αδιέξοδα και τις πολιτικές ζυμώσεις.
Στο διήγημά του «Η παραμονή του Σωτήρος» του Νίκου Νικολαΐδη, η Μαρίνα, κόρη του παπά Κώστα, ένα «δαιμονισμένο» θηλυκό είχε για αγαπητικό ένα λεπρό. «Σκότωσε μέσα της δυο παιδιά κι εξακολουθούσε να χωνεύει το λεπρόσπερμά του με μιαν τέλειαν ανεμελιά». Το σκάνδαλο μαθεύτηκε και ο λεπρός κλείστηκε στο λεπρονήσι, ωστόσο, «Δεν ήταν από τις γυναίκες που λουφάζουνε. Ήτανε σα μια κακιά σκύλα που τον καιρό που βατεύεται, σ’ ό, τι  κι α φταίξει, αρρώνει και δείχνει τα δόντια της και στον αφέντη και στο μπόγια της». Η Μαρίνα εξακολουθεί να σμίγει με τον λεπρό. Ο επιπόλαιος, αστόχαστος αυτός έρωτάς της θα οδηγήσει στο θάνατο της αδελφής της που προσεβλήθη από λέπρα και εν τέλει στο δικό της. Έτσι, ο Νικολαΐδης αναδεικνύει την ακαταμάχητη δύναμη του έρωτα που τυφλώνει τους ερωτευμένους και καμιά φορά τους σπρώχνει στον γκρεμό. Ανάλογα θέματα συναντούμε και στα πεζά «Η περιουσία του θείου» του Γιάννη Σταυρινού Οικονομίδη, «Ξένη και Περαστική» του Θεόδωρου Μαρσέλλου, «Η Αρτούλα, το παράξενο λουλούδι» του Κ. Μόντη και «Το κορίτσι του Πράσινου Βράχου» του Α. Γ. Κυπρολέοντα.
Στη λεγόμενη «Γενιά του 60» ή της «Ανεξαρτησίας» οι πεζογράφοι  υιοθετούν στοιχεία από την παράδοση του μοντερνισμού, με τη νεοτερική αφήγηση και τις ενδοσκοπικές τεχνικές. Και ενώ μέχρι τότε οι πεζογράφοι πολύ επιγραμματικά και υπαινικτικά περιέγραφαν το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του, ή υπαινίσσονταν την ερωτική πράξη, τώρα οι περιγραφές είναι πιο λεπτομερείς, μοιάζουν πιο τολμηρές και θα γίνουν ακόμα περισσότερο από τη «Γενιά του 74» και στην πιο πρόσφατη πεζογραφία. Η ρομαντική άποψη του έρωτα που κυριαρχούσε λίγο ή πολύ σε προηγούμενους πεζογράφους, τώρα υποχωρεί σε μεγάλο βαθμό.
Στο διήγημα «Η οδός των αλητών» του Π. Ιωαννίδη, ο σαρκικός έρωτας είναι το αντίδοτο στο φόβο του αφηγητή για τους φονικούς βομβαρδισμούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο θέμα αναφέρονται σε πεζά τους ο Χριστάκης Γεωργίου («Αρχιπέλαγος»), ο Τάσος Στεφανίδης («Η Άννα μου»), ο Χρίστος Χατζήπαπας Το λαρύγγι του διαβόλου»), η Ευτέρπη Αραούζου («Η περουκέρισσα του Βιβάλντι»)  και η Χρυστάλλα Κουλέρμου («Οι κληρονόμοι των αγγέλων»).
Ορισμένοι από τους τελευταίους ανήκουν στη γενιά που εμφανίστηκε μετά το 1990. Συνήθως η πεζογραφία τους κινείται στο χώρο του φανταστικού και του ονείρου. Ο Ανδρέας Μαλόρης στο διήγημα «Ο παππούς διαβάζει πλέιμπόι» χειρίζεται με χιούμορ τη σχέση της ερωτικής επιθυμίας και του θανάτου. Ο παππούς του αφηγητή συνηθίζει να διαβάζει το περιοδικό πλέιμπόι και το κρύβει κάτω από το κρεβάτι. Όταν πεθαίνει, πάει στο νεκροτομείο να τον δει. Ένα απόκομμα του περιοδικού σφίγγει ακόμα στη χούφτα του. Στην κηδεία, ο εγγονός του απιθώνει το περιοδικό στα χέρια του. Αργότερα τον φαντάζεται να χάνεται βήμα βήμα πάνω από τους αμμόλοφους. Με τη μεσαία σελίδα του καινούργιου πλέιμπόι, που παρουσιάζει ολόγυμνη τη Σίντι Κρόφορτ, φτιάχνει αεροπλανάκι και το πετάει προς το μέρος του.

Ουτοπικός, ανέφικτος και ατελέσφορος έρωτας
Ο ουτοπικός, ανέφικτος έρωτας, η διαρκής αναζήτηση του ωραίου ή και η ερωτική πράξη που την τελευταία στιγμή ματαιώνεται, είναι θέματα που εξετάζονται σε πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα. Ερωτικά φαντάσματα, η αβάστακτη ερωτική μοναξιά, ο ανικανοποίητος ερωτικός πόθος, η δειλία, η συστολή και σεμνοτυφία, η σεξουαλική ανικανότητα, οι κοινωνικές συμβάσεις, η επιθυμία της οικογένειας, συνήθως του πατέρα που θέλει να συμπεθερέψει με ισχυρές οικογένειες με οικονομική επιφάνεια ή και ακόμα οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές που περιμένουν τον ερχομό του ιδανικού ή και πιο ευκατάστατου συντρόφου και διστάζουν να προχωρήσουν στις σχέσεις τους είναι παράμετροι της ενότητας αυτής. Το θέμα εξετάζουν ο Ν. Νικολαΐδης («Πέρα από το καλό και το κακό»), ο Δ. Σταυρινίδης («Ξηρά άνθη»), ο Ι. Κηπιάδης Παράπονο της Ανθούλλας»), ο Μ. Νικολαΐδης («Δύο άσπρα χέρια» και «Ζητώντας τον έρωτα») ο Α. Γ. Κυπρολέων («Παντοπωλείον η Ελπίς»), ο Θ. Μαρσέλλος («Η δοκιμασία»), ο Γ. Στ. Οικονομίδης («Μέσα στα πεύκα»), Κ. Μόντης («Η Βιχτώρια») κ.ά.
Ο Ν. Βραχίμης («Ροζαμούντε», «Ο γιος του ψαρά», «Τέλος», «Οι νικητές», «Νοσταλγία», «Αλέξα», «Ένα μικρό όνειρο ευτυχίας»)  διερευνά τον ουτοπικό, ανέφικτο έρωτα, που μόνο φευγαλέα μπορεί να τον αγγίξει και να τον γευτεί κανείς. Ενδεικτικό είναι το αφήγημά του «Άγνωστος». Πειραματικά, όπως ο Βραχίμης, κινείται και στην πεζογραφία του ο Γ. Μαυροΐδης. Στο μυθιστόρημά του «Καθρέφτες» (1944) ο αφηγητής αναζητεί μιαν «απροσδιόριστη γυναικεία μορφή που έρχεται και φεύγει σαν αερικό».
Το θέμα της ατελέσφορης αναζήτησης του έρωτα απασχόλησε ευρέως και τη «Γενιά του 60». Σε πεζά της Ήβης Μελεάγρου («Πρωτοχρονιάς διάθεση»), του Χρ. Γεωργίου («Σόλο», «Το τέλος της συντροφιάς»), του Π. Ιωαννίδη («Η αθέατη όψη»), του Γ. Κατσούρη («Φυλάκιο Νο 2» και στο «Τσα Τουεν Φέλιξ»), του Α. Αντωνιάδη («Ο φοιτητής») και του Μίκη Σπαρσή («Σόλο» και «Ο σύνεδρος»).
Ο έρωτας που σκοντάφτει στο συντηρητισμό στο διήγημα «Ιδιάζουσα περίπτωση» του Ανδρέα Αντωνιάδη αναπτύσσεται με χιούμορ. Η θεία Ευδοξία ρωτάει αδιάκριτα την υποψήφια νύφη, αν είναι παρθένα και της ζητεί να προβεί σε ιατρική εξέταση. Το φάντασμά της καταδιώκει το ζευγάρι ακόμα και τη στιγμή που είναι έτοιμο να ολοκληρώσει τη σχέση του. Η ερωτική πράξη διακόπτεται, η κοπέλα εξηγεί στο σύντροφό της ότι έκανε παρθενορραφή, αφήνει ένα λυγμό και φεύγει.
Μπορεί οι συγγραφείς της «Γενιάς του 60 και του 74» να άλλαξαν σε ένα μεγάλο βαθμό τη θεματική της πεζογραφίας, υπό το βάρος των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων που συνέβηκαν τα προηγούμενα χρόνια, ωστόσο ο έρωτας αποτελεί βασική πτυχή του έργου τους και πολλές φορές τα ιστορικά γεγονότα αποτελούν το περίγραμμα για να μιλήσουν γι’ αυτόν.
Στο πεζογραφικό έργο του Χρίστου Χατζήπαπα («Έρως εν καμίνω», «Να ντρεπόμαστε να πούμε το όνομά μας», «Θαμμένος καφές», «The peculiar man», «Η πόλη των άσχημων», «Οι λεπτομέρειες ενός δυστυχήματος», «Βουκολικοί έρωτες», «Συνάντηση», «Σαν δισκοβόλος», «Στο μάτι του φιδιού»), σε μια σειρά από διηγήματα και μυθιστορήματα, κυριαρχεί η διαρκής αναζήτηση και ματαίωση ταυτόχρονα του έρωτα.
Το ίδιο θέμα απασχολεί και πολλούς άλλους συγγραφείς όπως: την Ευτέρπη Αραούζου («Αιχμάλωτος»), την Ντίνα Κατσούρη («Ο ιατροδικαστής»), τη Χρυστάλλα Κουλέρμου («Οι κληρονόμοι των ανέμων»), τον Α. Μαλόρη («Η Μέη δεν είναι πια εδώ», «Τίποτα», «Η πινέζα»), τον Παντελή Γεωργίου («Όταν οι πάγοι λιώσουν»), τη Μυρτώ Αζίνα («Το πείραμα»), τον Αντώνη Γεωργίου («Της Πλατείας», «Μέρα μεσημέρι»), τη Λουίζα Παπαλοΐζου  S.ave O.ur S.ouls»).
Στο διήγημα «Ελένη» του Κ. Λυμπουρή η συντηρητική ηρωίδα, που κινείται στους κύκλους της εκκλησίας, γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της στον Ανδρέα Σατανά. Η οικογένειά της και η εκκλησία αντιδρούν για το όνομα και η κοπέλα αρχίζει να μαραίνεται μέσα στη μοναξιά της.

Η δικαίωση του έρωτα
Από την άλλη, ορισμένοι συγγραφείς δικαιώνουν τον έρωτα παρά τα εμπόδια που ορθώνονται από την οικογένεια, τη φτώχεια, την κοινωνική καταφρόνια, τις εγκληματικές πράξεις από προσβεβλημένους αντιζήλους. Ήδη, στη συλλογή Έρωτος αποτελέσματα του Ι. Καρατζιά η πρώτη ιστορία «ήτις περιέχει τον σφοδρόν έρωτα ενός νέου Κωνσταντινουπολίτου», είναι η μόνη που έχει θετική κατάληξη, αφού οι γονείς του Γεωργάκη και της Ελενίτσας, αμφότερες αρχοντικές και πλούσιες, συγκατατίθενται στον έρωτά τους. Με το θέμα ασχολούνται στα διηγήματά τους ο Κ. Ελευθεριάδης («Έρως ανίκατε…»), ο Χρ. Κάρμιος («Η υπηρέτρια»), ο Μ. Νικολαΐδης («Η θλίψη του Σοπέν»), ο Α. Γ. Κυπρολέοντας («Αναστάσιμο μήνυμα»), ο Κ. Μόντης («Ο αφέντης Μπατίστας») και η Ντίνα Κατσούρη («Το έβδομο διήγημα»).

Έρωτας χωρίς ανταπόκριση
Όμως σε μια σειρά από διηγήματα ο έρωτας του ενός δε βρίσκει ανταπόκριση από τον άλλο. Οι ερωτευμένοι υποφέρουν στην πλειοψηφία τους από μαρασμό και δυστυχία. Ο Δ. Σταυρινίδης εξετάζει το ζήτημα στο «Αιώνιον δίλημμα» και στο τρυφερό διήγημα «Μ’ αγαπά δε μ’ αγαπά», κατά το οποίο η φτωχή βοσκοπούλα βασανίζεται από έρωτα για τον Γεωργήν. Κάθεται ανάμεσα στα αγριολούλουδα και αρχίζει να μαδά μια μαργαρίτα για να βρει την απάντηση. Στο τελευταίο πέταλο, ακούγεται η φράση «δε μ’ αγαπά» και αυτή αναλύεται σε λυγμούς. Ο έρωτας είναι, επίσης, αδιέξοδος στη νουβέλα του Γ. Στ. Οικονομίδη «Η αιώνια ιστορία»  και στο διήγημα του Ν. Νικολαΐδη «Το λουλούδι».
Στη νουβέλα του «Οι βαμβακάδες» ο Γ. Φ. Πιερίδης αναδεικνύει τις σχέσεις ανάμεσα σε φελάχους και Έλληνες της Αιγύπτου. Ο έρωτας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Ο Ηρακλής ποθεί τη Σαφίγια, και: «Τήνε στρίμωξε μια-δυο φορές ανάμεσα στις στοίβες των σακκιών, μα τούτη αντιστεκόταν άγρια και τόνε γρατσουνούσε με τα νύχια της.  Κι όταν πια την άφησε, νευριασμένος, κ’ έφευγε, κάθονταν μόνη της σε μια γωνιά κ’ έκλαιγε σιωπηλά. Δεν τον απόφευγε ωστόσο-τον αναζητούσε μάλιστα-και δεν εδίσταζε, σαν ήταν κι άλλοι μπροστά, να τόνε κοιτάζει, ώρα πολλή, μέσα στα μάτια, μ’ ένα παράξενο βλέμμα αφοσιωμένου σκυλιού». Όμως, ένα βράδυ η Σαφίγια δεν αντιστάθηκε. Έπειτα το κορμί της είναι χορτασμένο από ηδονή και αισθάνεται μιαν ευδαιμονία. Όταν αντιλαμβάνεται, ωστόσο, ότι στο χέρι τής έβαλε ένα χαρτονόμισμα, «Νοιώθει μέσα της, σα σουβλιά, ξανά κείνο το μίσος… Σφίγγει το χαρτί σπασμωδικά… Κι από τα μάτια της κυλάν δυο δάκρυα». Έτσι τελειώνει η ερωτική τους ιστορία. Μόνο που εκείνη είχε πιστέψει πως ήταν πραγματικός έρωτας.

Απιστία-μοιχεία
Σημαντική παράμετρος που σχετίζεται άμεσα με τον έρωτα είναι η απιστία, οι παράνομες σχέσεις, η μοιχεία, οι εξωσυζυγικές σχέσεις. Μια σειρά από λόγοι οδηγούν στην απιστία, όπως το χρήμα, το ακόρεστο ερωτικό πάθος, η διαπλοκή με την εξουσία, η αναζήτηση προστασίας από τους ισχυρούς, η παραμέληση του συντρόφου. Είναι πλήθος τα πεζογραφικά κείμενα που αναφέρονται στο θέμα αυτό. Συνήθως, οι σχέσεις του ζευγαριού πάσχουν από έλλειψη επικοινωνίας, ψυχική και σωματική επαφή.
Ήδη το θέμα τίθεται από τις απαρχές της νεότερης κυπριακής πεζογραφίας, με το Έρωτος αποτελέσματα του Ι. Καρατζά. Στην «Ιστορία τρίτη, περιέχουσα διάφορα ερωτικά περιστατικά τινός Ζαγοραίου ευγενούς», ο Αντωνάκης, αν και αρραβωνιασμένος, ερωτεύεται στην Πολτάβα τη Ρωσίδα Βαρβάρα Γρηγόριεβνα. Εδώ συντελείται μια συναισθηματική και ερωτική απιστία. Τη λύση θα δώσει η αναγκαστική αναχώρησή του από την πόλη. Η Ρωσίδα τελικά θα παντρευτεί κάποιον άλλο. Το θέμα, λοιπόν, τις απιστίας θα απασχολήσει στη συνέχεια πολλούς πεζογράφους. Όπως π.χ. τον Ι. Κηπιάδη («Ο εγκαταληφθείς»), τον Κ. Ελευθεριάδη («Η τρελλή») και τον Μ. Νικολαΐδη («Ψυχή και σώμα», «Η κούνια»).
Στο μυθιστόρημα «Κάμπος» (1936) του Λουκή Ακρίτα το θέμα αυτό αντικρίζεται μέσα από μια κοινωνική κριτική. Γαιοκτήμονες και ακτήμονες, καταπιεστές και καταπιεσμένοι. Μέχρι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες για να επιβιώσει; Ο Χριστοφής, ακτήμονας χωρικός, υποτακτικός και αναξιοπρεπής απέναντι στους πλουσίους, ανέχεται τις ερωτικές σχέσεις της γυναίκας του Αναστασίας με το γαιοκτήμονα Λεούση.
Στο διήγημα «Ο προδότης» του Γ. Φ. Πιερίδη ο Μιχάηλος, διαπράττει διπλή προδοσία. Προδίδει τον Αγώνα της ΕΟΚΑ και τη γυναίκα του με τη Μαρούλα. Οι σύντροφοί του φονεύονται κι αυτός εκτελείται ως προδότης.
Στη «Γενιά τώρα της Ανεξαρτησίας», ασχολούνται με το θέμα στα μυθιστορήματά τους ο Θ. Κουγιάλης («Η φωνή εντός»), ο Χρ. Γεωργίου («Αρχιπέλαγος»), η Ήβη Μελεάγρου («Προτελευταία εποχή»), σ’ ένα βαθμό στα πεζά τους η Νίκη Κατσαούνη («Εις εαυτόν») και ο Μίκης Σπαρσής («Καταχνιά» και «Μαύρες βούλες σε γαλάζιο φόντο»).
Ο Τάσος Στεφανίδης στο «Μια φούχτα στιγμές» αντικρίζει το θέμα της μοιχείας, όπως και άλλα ερωτικά θέματα, στα πλαίσια του αντιθετικού σχήματος λαγνεία/ερωτική επιθυμία και αγνότητα.
Και στη «Γενιά του 74» υπάρχουν αρκετές αναφορές στο θέμα της μοιχείας, όπως σε μυθιστορήματα του Χρίστου Χατζήπαπα (π.χ. «Ολκός του μαύρου φεγγαριού») και στο διήγημά του «Ονειρικά γράμματα», στο οποίο ο αφηγητής απευθύνεται προς την απούσα αγαπημένη του σε μορφή επιστολής, έναν παραληρηματικό μονόλογο. Εξομολογείται πως επιχείρησε μια δυο φορές να την απατήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Την πρώτη ήταν μεθυσμένος και απάγγειλε γι’ αυτήν ένα ποίημα. Τη δεύτερη φορά δεν του σηκώθηκε. «Είμαι λοιπόν αγνός να σε δεχθώ», παραδέχεται, «αν και η καινή διαθήκη μας τα χαλάει: Ο διανοηθείς την αμαρτία είναι σαν να την έκανε κιόλας».
Μοιχεία συναντούμε στις νουβέλες της Ν. Μαραγκού «Γεζούλ», του Α. Ιακωβίδη «Αροδαφνούσα», του Μ. Μιχαηλίδη «Τα κρόταλα του χρόνου», στην οποία ένα από τα θέματα που αναδεικνύονται είναι τα ακόρεστα ερωτικά πάθη της βασίλισσας Αμαλίας, αλλά και στο διήγημα «Πάνω από την πόλη» του Αντ. Γεωργίου.

Σχέσεις εντός γάμου
Ήδη έχει γίνει μια σχετική αναφορά στις σχέσεις εντός γάμου μέσα από τις ενότητες για την απιστία και σ’ ένα βαθμό τη σχέση έρωτα και θανάτου. Σχεδόν σ’ όλες τις περιπτώσεις οι σχέσεις στα πλαίσια του γάμου είναι προβληματικές. Συνήθως υπάρχει δυστυχία και στο ζευγάρι παρατηρείται έλλειψη επικοινωνίας, η αγάπη φθείρεται, η ευτυχία είναι σπάνια. Η φτώχεια, η ατεκνία, η απιστία, η ατονία, η ζήλια, η τυραννία συνήθως της συζύγου απέναντι στο σύζυγο (!) είναι πτυχές που εξετάζουν οι συγγραφείς. Έλλειψη επικοινωνίας στο ζευγάρι παρατηρείται στο διήγημα «Κατάρα» του Δ. Σταυρινίδη, ενώ στο «Ένα μυστήριο» τίθεται το ερώτημα κατά πόσον το πάμφτωχο ζευγάρι που μόλις παντρεύεται θα γνωρίσει την ευτυχία. Με το θέμα των σχέσεων ανάμεσα στα ζευγάρια, Ελλήνων ή Αιγυπτίων, ασχολείται και Γ. Φ. Πιερίδης στη νουβέλα «Βαμβακάδες». Σε τρεις περιπτώσεις που εξετάζονται, καμία δε φαίνεται να δικαιώνει τις προσδοκίες των ζευγαριών.
Στο διήγημα του Λ. Ακρίτα «Πρωινή ικεσία» (1936) παρακολουθούμε τις σκέψεις της Ειρήνης για την ηδονική αίσθηση που έζησε ένα αληθινά αμαρτωλό βράδυ. Αλλά αυτό στο όνειρό της. Το πρωί αισθάνεται μιαν ακατανίκητη λαχτάρα και έναν ακόρεστο πόθο. Ο σύζυγος δίπλα της κοιμάται, δεν τον ποθεί. Ο γάμος τους βρίσκεται σε αδιέξοδο. Και είναι έτοιμη να ενδώσει σε μια εξωσυζυγική σχέση. 
Ωστόσο, στο διήγημα του Ακρίτα «Οι κουτόγεροι» ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που, την παραμονή της πρωτοχρονιάς αναλογίζεται την πρότερη ζωή του, πεθαίνουν τελικά αγκαλιασμένοι.  
Οι σχέσεις του ζευγαριού απασχολούν τον Α. Γ. Κυπρολέοντα στα διηγήματά του «Ώρα εξομολόγησης» και «Ο μετανάστης». Στο τελευταίο, η σχέση του ζευγαριού που παντρεύτηκαν από έρωτα φθίνει. Ο σύζυγος μονολογεί πως η σύζυγός του δεν τον κατανοεί, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη σύζυγό του. Με το θέμα ασχολείται και ο Ν. Βραχίμης στο αφήγημα «Η σκιά του Σύλβι» (όπως στα περισσότερα διηγήματά του) με το χαρακτηριστικό νεοτερικό του ύφος.
Στο «Εις εαυτόν» της Ν. Κατσαούνη στις ενότητες «Εξ ου και…», «Η στρογγυλή ώρα» οι προβληματικές σχέσεις δίνονται μέσα από την ενδοσκόπηση, την αποσπασματικότητα και την ηθελημένη ασάφεια. Επικρατεί γκρίνια για το κάθε τι. Είναι ενδεικτικός ο διάλογος: «Ουσιαστικά νύσταζε. –Θα πάμε να κοιμηθούμε ή θα κάνουμε έρωτα; Άλλοτε έλεγε απλά σε θέλω. Εκείνη έψαχνε να βρει ποιο απ’ τα δυο, χασμουρήθηκε τρεις φορές απανωτά κι αυτό την έκανε ν’ αποφασίσει.-Να κοιμηθούμε». Σχέσεις μίσους μεταξύ του ζευγαριού αναπτύσσονται στα διηγήματα «Η κόρη του Δρόσου» και «Μια ωραία κηδεία» του Μ. Σπαρσή. Στο πρώτο το ζευγάρι χωρίζει μετά από 40 χρόνια γάμου και στο δεύτερο η επιθυμία της συζύγου να θάψει τον σύζυγο, πραγματοποιείται. «Θα σε θάψω πού θα μου πας», του ’λεγε συχνά. «Θα σε θάψω και θα γυρίσω σπίτι κουτσαντήριν». Ωστόσο, την ώρα της κηδείας τον μοιρολογά «Πού πας, Λάμπρο μου, πού πας και μ’ αφήνεις;» ακούγεται η φωνή της. «Ποιος θα πληρώσει τα χρέη που άφησες πίσω σου;»
Στην Ντ. Κατσούρη στο διήγημα «Η κυρία Μαριάννα», η ομώνυμη ηρωίδα είναι δυστυχισμένη μέσα στο γάμο της. Εκείνος είναι άξεστος, αυτή καλλιεργημένη και ευαίσθητη. «Ήταν τα βράδια που ο κύριος Αλέξανδρος αγκομαχούσε από πάνω της φουχτιάζοντας το στήθος της. Και όταν τέλειωνε τραβούσε μια κλανιά και γύριζε από την άλλη ξεφυσώντας ροχάλες και αφήνοντας την κυρία Μαριάννα να κοιτάζει με ορθάνοιχτα μάτια το ταβάνι». Με τις σχέσεις του ζεύγους ασχολούνται και οι: Χρ. Κουλέρμου («Οι κληρονόμοι των αγγέλων»), Μυρτώ Αζίνα («Το πείραμα»), Παντελής Γεωργίου («Αγία Τριάδα του έρωτα») και ο  νεότερος Αντ. Γεωργίου στο διήγημα «Φλυαρίες», στο οποίο η Νίτσα αναζητεί την ερωτική ικανοποίηση στον πολύ μικρότερό της Γιάννη και ο σύζυγός της στις ξένες.  Η αποξένωση ανάμεσα στο ζευγάρι είναι απόλυτη.

Φιλία και έρωτας
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δύο φίλοι ποθούν την ίδια γυναίκα; Το θέμα αυτό απασχόλησε νωρίς τους πεζογράφους. Η ισχυρή φιλία υποχωρεί και ορισμένες φορές το μίσος φτάνει μέχρι το έγκλημα. Το θέμα εξετάζουν στα διηγήματά τους ο Δ. Σταυρινίδης («Οι δύο φίλοι»), ο Θ. Μαρσέλλος («Η χλωμή γυναίκα»), ο Χρ. Χατζήπαπας («Η συνάντηση»), ο Στ. Σταυρινίδης («Τα μάτια της μνήμης»).

Εκπρόσωποι της εκκλησίας και έρωτας
Μια θεματική στην οποία αρέσκονται αρκετοί πεζογράφοι είναι η διερεύνηση της σχέσης εκπροσώπων της εκκλησίας και μοναχών με τον έρωτα. Η στάση τους είναι συνήθως κριτική. Πολλές φορές ο έρωτας αυτός είναι μονάχα σαρκικός και συνδέεται με παιχνίδια εξουσίας και διαφθοράς, ορισμένες φορές όμως ο έρωτας είναι πραγματικός.
Στο διήγημα «Η εξομολόγησις ενός μοναχού» του Δ. Σταυρινίδη, ο δόκιμος  μοναχός Δανιήλ αυτοκτονεί, γιατί δεν μπορεί να κατανικήσει, παρά τις προσπάθειές του, τον πόθο που νιώθει για μια νεαρή γυναίκα.
Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε και ο Ν. Νικολαΐδης με σκόρπιες αναφορές σε διάφορα πεζά του, αλλά σε ορισμένα με ιδιαίτερα εκτεταμένο τρόπο. Στο διήγημα, π.χ. «Η σκρόφα» ο Γιαννούλης, είναι ο παράνομος καρπός της στερνοθυγατέρας του γερο-Γιάννη του ρετσινά και του πατέρα Γαβριήλ μοναστηριώτη. Το διήγημα κινείται ανάμεσα στο διονυσιασμό και στα όρια της κτηνοβασίας.
Στο πεζό ποίημά του το «Βιβλίο του μοναχού» ο Νικολαΐδης αναφέρεται στη ζωή σε μια αγέλαστη μονή. Με χιούμορ, σαρκασμό, ειρωνεία καταγράφει τους πειρασμούς των μοναχών όχι μόνο για τις νέες γυναίκες και τις γριές, αλλά  και έναν αγγελόμορφο νεανία, τη γαλακτερή συκιά, τη ράχη της κουρούνας, την κατσίκα, τη γαρυφαλλιά που πέταξαν στο βάραθρο από κάτω, αλλά ακόμα επιμένει ν’ ανθίζει.
Στο έργο του Γ. Φ. Πιερίδη μόνο φευγαλέα, με μια λιτή, σύντομη σκηνή, δηλώνεται η σχέση εκπροσώπων της εκκλησίας με τον έρωτα. Στη «Μινιατούρα 5» από τον Καιρό των ολβίων: «Ως έσκυψε η νεαρή υπηρέτρια να προσφέρει γλυκό και καφέ στο δίσκο, η κυρία Πολύμνια [πρόεδρος του Φιλανθρωπικού Συνδέσμου] πρόσεξε το βλέμμα του παπα-Γερβάσιου να κολλάει λιμασμένο στο πλούσιο στήθος της κοπέλας κι από’ κει να κατεβαίνει, ψηλαφώντας… «Σα δεν ντρέπεται», έκανε μέσα της συγχυσμένη. Όμως το εκκλησιαστικό χαμόγελο, που φόραγε στο πρόσωπό της, έμεινε ανέπαφο».
Καυστικότερος όμως όλων για τις πομπές αυτές των εκπροσώπων της εκκλησίας είναι ο Γ. Κατσούρης στο βιβλίο «Οι πορνοβοσκοί και το τίμιο μπαστούνι» αλλά κυρίως στο μυθιστόρημα «Τα κατά ευαγόραν και ευγενίαν ή οι αγώνες του κερατά». Στο «Τίμιο μπαστούνι» περιγράφεται η ερωτική συνεύρεση που συντελείται στο ξωκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ μεταξύ του αγροφύλακα Κυριάκου και της Μαρίας. Χαρακτηριστική είναι η στιγμή που ο δεσπότης θυμάται την Ευγενία τη «διπλοκάμπινη». «Πεθύμησα το κανόνι σου, άγιε δέσποτα», του είπε, όταν της μοίρασε μυροφόρες δίπλα στον επιτάφιο. Αυτή η αναφορά που παρατέθηκε ως σύντομη ανάμνηση, στο «Τα κατά ευαγόραν και ευγενίαν» αναπτύσσεται σε μυθιστόρημα και η σάτιρα κορυφώνεται. Το θέμα του βιβλίου είναι το κεράτωμα του οικονομικού παράγοντα Ευαγόρα από τη σύζυγό του Ευγενία με τον επίσκοπο της πόλης και η συνακόλουθη οικονομική συμμαχία των δύο ανδρών
Αλλά και Χρ. Χατζήπαπας στο πεζογραφικό του έργο ασκεί κριτική στους εκκλησιαστικούς παράγοντες και την υποκρισία, την κατ’ επίφαση ηθική τους και τα παιχνίδια για την εξουσία. Όπως στο διήγημα «Σ’ ένα πορνείο», στο οποίο η μαύρη λιμουζίνα του μητροπολίτη Λεμεσού έρχεται να παραλάβει την πόρνη Λέλλα για να την πάει στον δεσπότη. Στο μυθιστόρημά του «Στο μάτι του φιδιού» ο έφηβος αφηγητής πιάνει στα πράσα χωρίς τα ράσα του τον παπά του χωριού ανάμεσα στα σκέλια της Μυρτώς, που σφάδαζε σα λυσσασμένη γάτα. Στο μυθιστόρημα «Στην ολκό του μαύρου φεγγαριού» (1993), η Μαριάννα απατά το σύζυγό της με τον ηγούμενο Ιωάννη, με τον οποίο ζει ένα φλογερό, παθιασμένο έρωτα, συναισθηματικό και σαρκικό.

Μύηση στο σαρκικό έρωτα
Ξεχωριστή κατηγορία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τα πεζά κείμενα που αναφέρονται στη μύηση στο σαρκικό έρωτα. Όπως είναι αναμενόμενο, στις πλείστες περιπτώσεις πρόκειται για έφηβους, αγόρια κυρίως, σπάνια κορίτσια και νεαρές γυναίκες. Οι συγγραφείς με μνημονικές τεχνικές κινούνται συνήθως από το παρόν πίσω στο παρελθόν. Το ρόλο της μύησης αναλαμβάνουν έμπειρες γυναίκες και πόρνες. Με το θέμα ασχολήθηκαν κυρίως πεζογράφοι από τη «Γενιά του 60» και εξής κι αυτό έχει την εξήγησή του, γιατί από τη φύση του αυτό το «τολμηρό» θέμα ήταν ταμπού για προηγούμενες εποχές, όχι όμως μετά την Ανεξαρτησία και κυρίως μετά το ’74 με τα νέα ήθη και τη στροφή της πεζογραφίας σε νέες τεχνικές και σε μια νέα θεματική. Ο Γ. Μαυροΐδης στα μικρά του αφηγήματα, που δεν ξεπερνούν σε έκταση τη μισή με μία σελίδα, στο βιβλίο του «Μέσα Ποταμός, Αφηγήσεις» (1993) αναφέρεται στη μύηση όχι μόνο στον έρωτα αλλά και τον κόσμο γενικότερα. Ανάλογο θέμα συναντούμε και στη νουβέλα «Εκείνα τα χρόνια» του Ξ. Λυσιώτη. Στην «Ανατολική Μεσόγειο» της Ή. Μελεάγρου η αφηγήτρια θυμάται το περιστατικό με το αγοράκι της γειτόνισσας πίσω από το κοτέτσι: «Σου ζήτησε να δει και τον άφηνες, τον άφηνες και να σ’ αγγίζει, σχεδόν το επιθυμούσες, αυτή η πράξη, η μεγάλη αμαρτία».
Ο Π. Ιωαννίδης στο πρόσφατο, αυτοβιογραφικό εν πολλοίς, μυθιστόρημά του «Κοάζινος» αφηγείται επίσης την ερωτική αφύπνιση του έφηβου αγοριού σε μια εποχή πολύ αυστηρών ηθών, όταν ακόμα ήταν μαθητής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο τη δεκαετία του 1950. Μιλά για την επίσκεψη με την παρέα του σε πορνείο και την ερωτική πράξη με μια συμμαθήτριά του.  
Παρόμοιες εμπειρίες καταγράφει και ο Γ. Κατσούρης στο επίσης αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Στυλιανού Ανάβασις». Στο πολύ τρυφερό και ευαίσθητο διήγημά του «Ο Άγιος» ανάλογη εμπειρία φαίνεται να συντελείται στο όνειρο του αγοριού. Στο κείμενό του ο συγγραφέας εξετάζει τη σχέση της πρώτης ερωτικής μύησης με τις ενοχές για τη σαρκική αμαρτία.
Ένα από τα κεντρικά θέματα της πεζογραφίας του Χρ. Χατζήπαπα είναι αυτή η αφύπνιση, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Όπως στο διήγημα «Βουκολικοί έρωτες», στο οποίο πρωταγωνιστεί ένα 15χρονο παιδί. Εδώ όπως και σε πολλά πεζά του συγγραφέα η ερωτική επιθυμία είναι ατελέσφορη. Όμως στο μυθιστόρημα «Στο μάτι του φιδιού» ο έφηβος αφηγητής γεύεται στα έμπειρα χέρια της Μυρτώς την απόλυτη ερωτική ηδονή. Τέλος, στο μυθιστόρημα «Αίθουσα αναμονής» (1973) της Μ. Παττίχη  το θέμα που αναπτύσσεται με τόλμη στο β΄ μέρος είναι η ερωτική αφύπνιση μιας νεαρής γυναίκας.

Ο αγοραίος έρωτας
Πολύ συχνό θέμα στην κυπριακή πεζογραφία είναι ο αγοραίος έρωτας. Οι αναφορές σε πορνεία και καμπαρέ πληθαίνουν από τη «Γενιά του 60» και εξής. Αλλά και στην πεζογραφία που προηγήθηκε εντοπίζονται αρκετές τέτοιες περιπτώσεις. Ιδιαίτερα όμως στα κείμενα των συγγραφέων της «Γενιάς του 60» τα πορνεία είναι από τις κεντρικές παραμέτρους της πεζογραφίας τους. Σ’ αυτή τη μεταστροφή στην ανάπτυξη του θέματος στην πεζογραφία επέδρασαν τα νέα ήθη, που έφερε η οικονομική ανάπτυξη, ο μαζικός τουρισμός, η άρση της απομόνωσης του νησιού μετά την αγγλοκρατία. Βέβαια, η διαδεδομένη καταφυγή σε τέτοια μέρη φαίνεται να δηλώνει και κάτι άλλο. Ότι δηλαδή σε μια συντηρητική κοινωνία, στην οποία οι ελεύθερες σχέσεις ήταν κατακριτέες, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά ο αγοραίος έρωτας. Συχνές αναφορές συναντούμε για τα πορνεία του τουρκομαχαλά. Ήδη ο Ν. Νικολαΐδης στο μυθιστόρημα «Τρία καρφιά» ασχολείται πολύ νωρίς με το θέμα αυτό. Ούτως ή άλλως, γενικά το έργο του είναι αρκετά τολμηρό. Ο Κασσιανός ο Καρφωμένος, σεξουαλικά ανίκανος «με τη βοήθεια της μαστορικής παρόρμησης μιας πολύπειρης πόρνης, κατόρθωσε να φτάσει ως το γλυκασμό, το λίγωμα, τη μεγάλη φρικίαση, και να χαθεί μέσα στον ίλιγγο…». Η θεραπεία του είναι εφήμερη, αλλά διώχνει τη γυναίκα του Γιασεμή και σπιτώνει την πόρνη Αντριάνα, η οποία μένει έγκυος από τον αγαπητικό της Αναστάση. Αυτή «στο κρεβάτι με σιχασιά του «γύριζε την πλάτη». Δοκίμαζε να την πιάσει στον ύπνο της, μα ξυπνούσε και τονε πάλευε με πείσμα. Μια νύχτα έμεινε στα δόντια της ένα κομμάτι απ’ τ’ αυτί του, δίχως να μπορέσει να τον εμποδίσει». Η Αντριάνα που φεύγει τελικά από κοντά του, καταλήγει στο μπουρδέλο. Στην επιθανάτια κλίνη του ο Κασσιανός αναγνωρίζει ως δικό του το παιδί της Αντριάνας.
Αναφορές σε πορνεία, πόρνες και καμπαρέ υπάρχουν και σε διηγήματα των Κ. Γ. Ελευθεριάδη («Η τρελλή»), Μ. Νικολαΐδη («Μύρα και δάκρυα»), Λ. Ακρίτα («Ξένη γη»), Κ. Μόντη («Ένα ζευγάρι»), Χρ. Γεωργίου («Χωρίς αποσκευές»), το μυθιστόρημα του οποίου «Αρχιπέλαγος: Είκοσι χρόνια γεννητούρια» βασίζεται στο γάμο του Ματθίας Οριόλ, γόνου μιας πλούσιας οικογένειας, με την πόρνη Ιωάννα.
Στην «Ανατολική Μεσόγειο» της Μελεάγρου οι κοινές γυναίκες είναι από τη μια μεριά άξιες περιφρόνησης και από την άλλη θαυμασμού από τις υπόλοιπες γυναίκες. «Όμως μέσα σας μυστικά ένας πέπλος θαυμασμού περιέβαλλε αυτές τες γυναίκες, κάποιος φθόνος γιατί με τόση αφθονία τους προσφέρονταν η αγάπη των αντρών, έτσι που να την πετούν κιόλας, ενώ οι άλλες, οι δικές σας αδελφές, ξαδέρφες, γνωστές αγωνίζονταν να βρουν κάποιον, όλη η οικογένεια προσπαθούσε, κι όταν τέλος τον έβρισκαν, έκλεινε για πάντα το πιο θαυμαστό κεφάλαιο της ζωής τους, ο έρωτας, η αγάπη…»
Για τον πληρωμένο έρωτα συναντούμε αναφορές στα μυθιστορήματα του Π. Ιωαννίδη «Αμερική 62», «Κοάζινος» και στο διήγημά του «Η σιωπή ήρθε τη νύχτα» και στα περισσότερα πεζά του Γ. Κατσούρη («Τ’ αδέλφια», «Μνημόσυνο», «Το σταθερό σημείο», «Μια πατριωτική ιστορία»). Στο διήγημά του «Μνημόσυνο» ο αφηγητής σε μια ασυνήθιστη ομιλία για τον ήρωα-φίλο του Αντρέα, που προκαλεί το κοινό, διαβάζει: «Πάντα ονειρευόμαστε να αγοράσουμε μια νύχτα σ’ αυτά τα καμπαρέ τον έρωτα ακριβώς όπως αυτοί οι κοιλαράδες, διότι ως γνωστόν στην πολιτεία μας ο μοναδικός φθηνός έρως είναι ο συζυγικός. Και εμείς ήμασταν ανύπαντροι». Ανάλογα κινούνται σε διηγήματά τους ο Α. Αντωνιάδης («Η συνάντηση»), ο Κ. Λυμπουρής («Τσου Κάι», «Κάλεσμα των ανθών»), ο Αντ. Γεωργίου («Μέρα μεσημέρι») και στα μυθιστορήματά τους ο Χρ. Χατζήπαπας («Στο μάτι του φιδιού»), η Ευ. Αραούζου («Αιχμάλωτος», «Η περουκέρισσα του Βιβάλντι») και η Χρ. Κουλέρμου («Κληρονόμους των αγγέλων»).

Αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές
Η τελευταία ενότητα έχει να κάνει με αποκλίνουσες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως ερωτικά τρίγωνα, νυμφομανία, ακόρεστη ερωτική επιθυμία, κτηνοβασία, ο έρωτας ανάμεσα σε γυναίκες, η ανδρική ομοφυλοφιλία, η αιμομιξία, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Σε μια σειρά από πεζά οι συγγραφείς αναφέρονται σε ερωτικά τρίγωνα. Στο μυθιστόρημά του «Τρία καρφιά» ο Ν. Νικολαΐδης κάνει λόγο για το τρίγωνο Κασσιανού-Αντριάνας-Αναστάση. Ο κόσμος λέει πως πλάγιαζαν και οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι. Σε ανάλογο θέμα, υπαινικτικά έστω, αναφέρεται και ο Κ. Μόντης στο διήγημα «Ένα ζευγάρι».
Στο μυθιστόρημα «Αρχιπέλαγος» του Χρ. Γεωργίου μια ομάδα χωριανών ξετρυπώνουν από τη νεκροφόρα, έξω από το κοιμητήριο, δύο γυναίκες κι έναν άντρα που πετάχτηκαν έξω γυμνοί. Στη νεκροφόρα βρήκαν δυο φουστάνια, παπούτσια, μια στρατιωτική στολή και χοντρές αρβύλες. «Η εθνοφρουρά εν δράσει», είπε ένας.
Ανάλογο θέμα αναπτύσσεται και στο διήγημα «Χωρίς αποσκευές» του Γεωργίου και στο διήγημα «Τα πληγωμένα άλογα Α΄» του Α. Αντωνιάδη. Στο διήγημα του Τ. Στεφανίδη «Εξομολόγηση» δύο φίλοι συζητούν για το σαρκικό έρωτα και την αγνότητα. Ο ένας εξομολογείται τις εμπειρίες του. Σε μια από τις ιστορίες, όταν ήταν επιστάτης την εποχή του πολέμου, κορίτσια έρχονταν στο αντίσκηνο και του ζητούσαν δουλειά. Όπως αφηγείται: «Μια νύχτα μπήκε μια εργάτρια με τις δυο κόρες της. Διάλεξε μάστρε, είπε. Η μάνα είχε ορθά στήθεια και γερά μεριά. Τις κράτησα και τις τρεις στο αντίσκηνό μου. Έγδυσα τη μάνα κι ύστερα η μάνα έγδυσε τις κόρες». Τέλος, στο πρόσφατο μυθιστόρημα «Ο άνθρωπος του βασιλέως» του Χρ. Αργυρού, με τολμηρή γλώσσα περιγράφεται η ερωτική νύχτα που πέρασε ο ευνούχος Νικήτας με τρεις Αραβίδες.
Το θέμα της νυμφομανίας εμφανίζεται στα διηγήματα «Αράχνες» του Χρ. Γεωργίου και «Εξομολόγηση» του Τ. Στεφανίδη. Στον Χρ. Γεωργίου, μέσα στη φυλακή ο κατάδικος Ασημίς διηγείται στον Μένιο πώς έμπλεξε με μια γυναίκα νυμφομανή, «μια γυναίκα που ήταν όλο σκέλια. Ήταν ένα απύθμενο πηγάδι μέσα τους. Κ’ ήθελε πάντα κάποιον ν’ ασχολείται μαζί του», παραδέχεται ο Ασημίς. Στον Τ. Στεφανίδη ο αφηγητής γνώριζε τη συμπεριφορά της νυμφομανούς, παρόλα αυτά τη νυμφεύτηκε και διέπραξε φόνο για χάρη της. Ο μύθος αντικρίζεται πάλι μέσα από το αντιθετικό σχήμα ερωτική λαγνεία-αγνότητα.
Στο μυθιστόρημα «Προτελευταία εποχή» της Η. Μελεάγρου γίνεται λόγος για τον έρωτα ανάμεσα σε γυναίκες.
Ο Π. Ιωαννίδης αναφέρεται στον ανδρικό ομοφυλόφιλο έρωτα στο μυθιστόρημα «Αμερική 62», ο Α. Κάραγιαν στα βιβλία του «Αληθής Ιστορία» και «Ανήθικες ιστορίες» και στα διηγήματά τους ο Α. Αντωνιάδης «Εκστρατεία», ο Κ. Λυμπουρής «Έγκλημα τιμής» και ο Αντ. Γεωργίου στο τολμηρό «Μετά τη νύχτα». Για τη «Σκρόφα» του Ν. Νικολαΐδη ήδη έγινε λόγος (η ιστορία που κινείται στα όρια της κτηνοβασίας). Στο ίδιο θέμα υπάρχει αναφορά και στο μυθιστόρημα του Χρ. Χατζήπαπα «Στην ολκό του μαύρου φεγγαριού». Στο διήγημα του Κυρ. Μαργαρίτη «Όταν ο Charlie πήδηξε μια μύγα» περιγράφεται ένα παράδοξο γεγονός, η ερωτική πράξη, σε κοινή θέα, ενός στρατιώτη με μια μύγα, στην ουσία ένας αυνανισμός.
Το διήγημα «Ο χορός με τις καμπάνες» του Α. Γ. Κυπρολέοντα αναφέρεται ουσιαστικά στην παιδεραστία, στον πόθο του δασκάλου Κωτσαρίκου για τη 16χρονη μαθήτρια Κατίνα και στην απόπειρά του να τη βιάσει. Ανάλογη θεματική χωρίς να φτάνει στην παιδεραστία έχει και το διήγημα «Ασταθές βήμα» του Χρ. Χατζήπαπα.
Μια άλλη παράμετρος είναι η αιμομιξία ή οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα είτε αυτή πραγματοποιείται είτε αποτρέπεται. Όπως στο αλλόκοτο διήγημα «Σουπερνόβα» του Τ. Στεφανίδη, που κινείται στα πλαίσια του σουρεαλισμού.
Στο πρώτο βιβλίο της Η. Μελεάγρου «Το σπίτι του Σολομού» η υπόθεση κινείται γύρω από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Στην «Ανατολική Μεσόγειο» ένα από τα κεντρικά θέματα είναι ο έρωτας της Μαργαρίτας για το θείο του συζύγου της  Ίωνα. Στο βιβλίο σχεδόν περιγράφεται ο αυνανισμός της γυναίκας του Ίωνα, Φρύνης. Περιπτώσεις αυνανισμού συναντούμε στην πεζογραφία και άλλων λογοτεχνών από τη «Γενιά του 60» και εξής.
Στη συλλογή «Ο Δαίμων της πορνείας» στο ομώνυμο διήγημα της Ν. Μαραγκού, ο Στέλιος έχει καταληφθεί από ερωτικό πάθος για την Πολωνή νύφη του, τη γυναίκα του γιου του Αντρέα, τον οποίο περιφρονεί. Η απόπειρα βιασμού που επιχειρεί τον οδηγεί στο θάνατο.

Συνοψίζοντας, οι Κύπριοι πεζογράφοι συνολικά εξέτασαν κάθε πτυχή του έρωτα, αναδεικνύοντας την πολυμορφία του. Είναι το κυρίαρχο θέμα του έργου τους. Τα ερωτικά θέματά τους τοποθετούνται μέσα στις ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές και ιστορικές συνθήκες που επικρατούν στο νησί ιδιαίτερα από την εποχή του Αγώνα 55-59 και εξής. Από τη «Γενιά του 60» και κυρίως τη «Γενιά του 74» η ρομαντική άποψη του έρωτα ατονεί, η ερωτική διάψευση και η μοναξιά κυριαρχούν. Οι αναστολές αρχίζουν να υποχωρούν, η ερωτική πράξη και τα σώματα περιγράφονται πια με τόλμη και περισσότερες λεπτομέρειες και οι συγγραφείς ασχολούνται πιο συχνά με την αποκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά. Τα ερωτικά θέματα άλλοτε είναι ιδωμένα με χιούμορ κι άλλοτε αναπτύσσονται με δραματικό ή και τραγικό τρόπο. Πάντως, τόσο οι ανδρικοί όσο και οι γυναικείοι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στην πεζογραφία μοιάζουν εύθραυστοι στον έρωτα. Οι γυναίκες συγγραφείς εξετάζουν το θέμα του έρωτα σχεδόν αποκλειστικά μέσα από τη γυναικεία οπτική, ενώ οι άνδρες συγγραφείς, ορισμένες φορές, διερευνούν σε βάθος και τη γυναικεία ψυχολογία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου