Απομνημονεύματα Στιχηρά, Παντελής Στεφάνου

«Απομνημονεύματα Στιχηρά» τιτλοφορείται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Παντελή Στεφάνου. Η συλλογή κυκλοφόρησε στα τέλη του 2007 από τις εκδόσεις Επιφανίου. Η πρώτη συλλογή, οι «Επιμνημόσυνες ραψωδίες» είχε κυκλοφορήσει το 2005 και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον και τις ευμενείς κριτικές για τις ποιητικές αρετές της, τις αναφορές σε ποικίλα διακείμενα που δημιουργούν γέφυρες, για να περάσει ο αναγνώστης σε αντίπερα όχθες, την οξεία κριτική και τον προβληματισμό σε επίκαιρα θέματα, την επίμονη προσπάθεια και την αγωνία του ποιητή να καταγράψει την κατάλληλη λέξη. Γιατί όπως λέει και ο Τίτος Πατρίκιος: Πώς να βρεις, πώς να διαλέξεις/μέσα στο συμφυρμό των λέξεων/τη μοναδική που πρέπει,/πώς να γλιτώσεις απ’ τις άλλες/που κολλάνε πλήθος πάνω σου/γυρεύοντας να επιβιώσουν. Κυρίως, όμως, οι «Επιμνημόσυνες Ραψωδίες» κέρδισαν τους αναγνώστες για τη γνήσια ποιητική φωνή και το προσωπικό, ιδιαίτερο ύφος, ένα από τα βασικά ζητούμενα της σύγχρονης ποίησης.
Αυτή τη γνήσια ποιητική φωνή και το ιδιαίτερο ύφος κομίζει ο Παντελής Στεφάνου και στην πρόσφατη συλλογή του. Τόσο ο τίτλος της πρώτης όσο και της δεύτερης συλλογής έχουν να κάνουν με τη μνήμη (απομνημονεύματα-επιμνημόσυνες), ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των συλλογών, καθώς ο ποιητής ανασύρει συχνά από τις αναμνήσεις του εμπειρίες, βιώματα και εντυπώσεις. Συνδέονται ακόμα με την παράδοση του πνευματικού μας πολιτισμού, τις ραψωδίες και τα στιχηρά (βυζαντινά τροπάρια-καθόλου άσχετο με την ιδιότητα του ποιητή-θεολόγος-εξ ου και ο συχνός διακειμενικός διάλογος με τη γλώσσα των γραφών).
Στην πραγματικότητα η δεύτερη συλλογή προηγείται συγγραφικά της πρώτης. Σ’ αυτή διαφαίνεται εντονότερη η προσπάθεια για την πιο κατάλληλη λέξη και τον πιο φροντισμένο λόγο. Στις «Επιμνημόσυνες Ραψωδίες» η ποίηση και ο λόγος οδηγούνται περισσότερο προς την αφαίρεση.
Στον πρόλογό του στη συλλογή «Απομνημονεύματα Στιχηρά» ο ποιητής νιώθει την ανάγκη να διευκρινίσει ότι πρόκειται για το «σύνολο μιας παλαιότερης απόπειρας να αποτυπωθούν έντεχνα και να εξωτερικευτούν έμμετρα βιωματικές εμπειρίες που συμφύρονται με φιλοσοφικές αναβάσεις». Η συλλογή χωρίζεται σε μικρότερες ενότητες πολύστιχης πεζολογικής ποίησης. Τα ποιήματα όπως αναπτύσσονται, μοιάζουν με μικρά πεζά κείμενα. Κυρίαρχο γνώρισμα είναι ο διασκελισμός, ο οποίος δηλώνει διάθεση για αποδέσμευση από την ποιητική πειθαρχία. Τον ποιητή απασχολούν έντονα οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας είτε μέσα από το πρίσμα ενός χαμένου παράδεισου («Τα βιώματά μου», Ι: Του χωριού μου η χαρτογράφηση, αναβαπτιστική. Με την οσμή του προπατορικού ιδρώτα να ποτίζει την αυλακωμένη, τυραννισμένη γη μου. Δρομάκια ξεναγοί, μύστες ωθητικοί στις χώρες της παιδικής Εδέμ) ή ενός εφιάλτη που έζησε κατά την τούρκικη εισβολή («Θεοφάνεια Φριχτή», IV: Έπρεπε να καλυφτούμε. Κι ακόμα κρυβόμαστε... Γιατί ήταν αεροπλάνα βομβαρδιστικά. Του Πατροκοσμά τα πετούμενα σίδερα. Που βρέχουν θανατιές με μελωδία επικήδεια. Βουητό κακόηχο).
Η συλλογή είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη την επικαιρότητα: Το ποίημα «Απέλπιδα ερωμένη» είναι αφιερωμένο στην Εθνική Ελλάδος, πρωταθλήτρια Ευρώπης στο ποδόσφαιρο (ΙΙ: Και ο παράδεισος μάλλον θα ’ναι γαλάζιος), Το «Έαρ» αναφέρεται στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν (ΙΑ: Η «γη της επαγγελίας» τούρκεψε, αφού πρώτα αναστήθηκε η φωνή του Ιούδα). Στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», κατακρίνεται η Εκκλησία (Και οι Εστεμμένοι επίγονοι του Ιούδα... Κατεβαίνουν οι λύκοι στις πόλεις αχόρταγοι) για την υποκρισία της κατά τις αρχιεπισκοπικές εκλογές του 2006 και την αναλγησία της τη στιγμή που η ανθρωπότητα υποφέρει: Ο «μαύρος θάνατος», οι καταιγίδες, οι πλημμύρες, οι λοιμοί και λιμοί: Παραφύσικο σπαρτάρισμα στο ξεψύχισμα του Μεσαίωνα. Καλπασμός λοίσθιος των ιππέων της Αποκαλύψεως, μαινόμενος παράφορα. Πανούκλα και πόλεμος αφαιμάσσουν λαίμαργα το κατάλεπρο κορμί της ανθρωπότητας, (ΙΙ). Στο «Θεός μαινόμενος» ο ποιητής αναρωτιέται «βλάσφημα» για το Θεό του ελέους που δεν τιμωρεί τους υπερόπτες και τους δυνάστες των εθνών τη στιγμή που τα παιδιά υποφέρουν: Η αγάπη σου αχανής και άμετρη που τα παιδεύει τόσο: «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει». Απόστρεψε απ’ εμέ τέτοια αγάπη, (IV).
Η ποιητική του Στεφάνου κινείται γύρω από θέματα όπως η μοναξιά, ο έρωτας, ο θάνατος, η υποκρισία των ανθρώπινων σχέσεων. Ο θάνατος άλλοτε αντικρίζεται μέσα από την πικρή ειρωνεία και άλλοτε με όλη την τραγικότητά του. Έτσι, στο ποίημα «Τα βιώματά μου» ο θάνατος χορεύει λαγνικά με τη γέννηση. Το τέλος, απαρχή στα μελλούμενα. Κι οι άνθρωποι ερίζουν για ’να εισιτήριο στα μνήματα, (VII). Ή ακόμα στους «Μελισσοφάγους», Η Μαρία, ετών 34... Κι η ζωή στο σεντούκι, καταμεσής του ναού. Τώρα προσέχω το κάλλος του ευγενικού σου χαμόγελου. Την ομορφιά τ’ ωχρού, στρογγυλού σου προσώπου. Τώρα, μέσ’ στο σεντούκι, (Ι).
Η μοναξιά είναι ένα ποιητικό μοτίβο που επανέρχεται συχνά. Στο «Λόγος Σεφεριακός», Το παραθύρι του κελιού μου, εισόδια πύλη του πλανήτη και παρόμοια στην «Αναστασία»: Το σκοτάδι, μόνιμο σκηνικό. Το κελί μου, κολυμβήθρα του στοχασμού, (IV).
Ιδιαίτερα καυστικός γίνεται ο ποιητικός λόγος, όταν αναφέρεται στην υποκρισία και εκφράζεται με αποστροφή. Στο ποίημα «Διψώ», σε έναν από τους σπάνιους ομοιοκατάληκτους στίχους της συλλογής, αυτή η αποστροφή οδηγεί τον ποιητή προς τη μοναξιά: Αποτάσσομαι τον κόσμο, δραπετεύω για να γίνω ερημίτης, να καρώ μοναχός με τον Ελύτη, (ΙΙΙ). Μέσα σ’ αυτή την υποκρισία, η φιλία γίνεται εφήμερη: Φιλίες, που σαν φθινοπωρινές σταλαγματιές απορροφούνται στο απρόσωπο χώμα («Διψώ», Ι). Στο ποίημα με τον εύστοχο, για την περίσταση, τίτλο «Όξος», Οι δίκαιοι, έφριξαν και κατέφυγαν «εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης». Οι Άγγελοι κατακαλύπτουν φτερωτά τους οφθαλμούς-θύρες. Δεν μπορούν να βαστάξουν την απερινόητή σου μοχθηρότητα. Ο Θεός μεταμελείται για το πλάσμα των χειρών Του. Συνάνθρωπε, που στη δίψα μου με ποτίζεις όξος. Αποστρέφομαι, απαξιώ..., (Ι). Στιγματίζεται όχι μόνο η υποκρισία των λαϊκών, αλλά και η υποκρισία των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Ο Στεφάνου ανάγει σε σύμβολο αυτής της υποκρισίας ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Ρασπούτιν. Στο «Ρασπούτιν νυν και αεί», V, ο τσαρλατάνος, πνευματιστής καλόγερος επανέρχεται στη ζωή: Εισβάλλει σ’ άλλα σώματα ανίερων ιερωμένων που ποθούν τη δόξα. Τον είδα ξανά τον αντίχριστο, να μαγαρίζει τα όσια. Να πουλιέται ξανά στον Εωσφόρο. Να κυλιέται ξανά στην ασωτία φορώντας το προσωπείο ενός αγίου. Τον ρώτησα: «Τι σοι όνομα;» και μ’ απάντησε: «Γρηγόρη Γιεφίμοβιτς Ρασπούτιν. Είμαι ο μακαρίτης, με μια στρατιά άξιων επιγόνων να μ’ ακολουθά. Ξαναγεννιέμαι κάθε χρόνο ώσπου να φτάσω στη Nirvana». Και είχ’ ένα γέλιο παταγώδες, εμπαθές, δαιμονιώδες.
Ο έρωτας εκλαμβάνεται ως κάτι μακρινό, άπιαστο, κάτι που γλιστράει και φεύγει ή κάτι που προκαλεί πόνο μέσα από τη μνήμη. Όπου και να πάω, η αγάπη σου με πληγώνει, παραφράζει ο ποιητής το γνωστό στίχο του Σεφέρη στο «Λόγος Σεφεριακός», IV.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο υποκρισίας, ασχήμιας και πόνου, το αντίδοτο είναι η καταπραϋντική ομορφιά της φύσης που επιστρατεύεται είτε ως πραγματικότητα είτε ανασύρεται μέσα από τη μνήμη του ποιητή. Ένα μικρό σμήνος μελισσοφάγων καταλαμβάνει την μικρή ξεροελιά του κάμπου («Οι Μελισσοφάγοι», Ι). Στο «Έαρ»: Στο χωράφι ανθίζουν οι ιεροκήρυκες του έαρος. Πανσπερμία χρωμάτων (ΙΙΙ) και Ο σπουργίτης στο κλαρί, τεντωμένος με καμάρι, ψάλλει άσματα. Με το βλέμμα κατάφατσα στον ορίζοντα, κηρύττει με δύναμη και τέχνη ωσάν απ’ άμβωνα (V).
Σήμα κατατεθέν της συλλογής, που αξίζει να επαναληφθεί και να τονιστεί, είναι η ιδιαίτερή της γλώσσα, μια γλώσσα που, εν πολλοίς, είναι αντλημένη μέσα από τις γραφές και την υμνογραφία. Ο ποιητής συνομιλεί με την εκκλησιαστική παράδοση, βιβλικά πρόσωπα και γεγονότα και τη νεότερη ποίηση (Σεφέρης, Ελύτης), δημιουργώντας έτσι μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και ένα ιδιαίτερο ποιητικό ύφος. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Στεφάνου καταθέτει το προσωπικό του στίγμα στη σύγχρονη κυπριακή ποίηση