Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Λογοτεχνία ή μάθημα ανατομίας;

Κάθε φορά που αρχίζει μια νέα σχολική χρονιά, θυμούμαστε αυτή την κακόμοιρη τη λογοτεχνία, όπως αυτή διδάσκεται στα σχολεία μας. Οι ευθύνες μάς βαραίνουν όλους, εκπαιδευτικούς και Υπουργείο Παιδείας. Γιατί, πρόκειται για μια εγκεφαλική προσέγγιση, κατά την οποία το έργο (ποίημα, διήγημα, μυθιστόρημα) κατακρεουργείται, αναλύεται στίχο προς στίχο, πρόταση προς πρόταση σαν να πρόκειται για μαθηματική εξίσωση που πρέπει να καταλήξει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Σ’ αυτή τη διαδικασία, καθηγητές και μαθητές δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από την κυρίαρχα αποδεκτή ερμηνεία του κειμένου, αυτήν που δέχεται ως ορθή το Υπουργείο Παιδείας στις εισαγωγικές εξετάσεις. Στην ουσία ένα τέτοιο μάθημα δε διαφέρει και πολύ από το «Μάθημα ανατομίας του δρα Τουλπ» του Ρέμπραντ. Στον πίνακα αυτό, ο Τουλπ είναι έτοιμος να τεμαχίσει το πτώμα, για να εξηγήσει στο ακροατήριό του την ανατομία του ανθρώπινου σώματος. Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται και στη λογοτεχνία.
Έτσι, η έδρα διδασκαλίας μετατρέπεται σε χειρουργικό τραπέζι. Την κατάσταση αυτή, επικρίνει μέσα από την ποίησή της η Ντίνα Κατσούρη: «Και ποιος σου είπε/πώς έχεις εσύ το δικαίωμα,/για χάρη της φιλολογικής τάξης και μόνο,/να κρατάς νυστέρια, λαβίδες, γάζες και χλωροφόρμιο,/να ξαπλώνεις στο χειρουργικό τραπέζι/τις λέξεις μας,/τις δικές μας τις λέξεις,/να τις ξεκοιλιάζεις,/να τους αφαιρείς τα εντόσθια,/να επιδίδεσαι σε τομές/κάθετες, οριζόντιες και εγκάρσιες,/να αιμάσσουν στα χέρια σου/τα ουσιαστικά, τα επίθετα,/οι τελείες και οι παρενθέσεις» [Προς Τεχνοκρίτη (1)]. Παρόμοια, και ο Κ. Μόντης εκφράζει μέσα από τον οξύτατο σαρκασμό του ανάλογη αντίθεση: «Αν πραγματικά βρήκες είκοσι λάμδα στο ποίημα/με προβληματίζεις,/αν πραγματικά βρήκες είκοσι δέλτα/με προβληματίζεις πολύ σοβαρά» (Προς φιλόλογο μελετητή ποίησης Ι). 
Η αυτενέργεια, η φαντασία, η αισθητική απόλαυση των μαθητών ευνουχίζεται και το μόνο που πετυχαίνουμε όλοι μας είναι η καλλιέργεια της απέχθειας και της απαξίωσης της λογοτεχνίας. Επιβεβαιώνεται, έτσι, αυτό που υποστηρίζουν πολλοί, ότι η φιλολογία σκοτώνει τη λογοτεχνία. Από τη στιγμή που ένα εξετασιοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα επιβάλλει αυτή την προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου, είναι αυτονόητο ότι η εγχείρηση θα «πετύχει», αλλά ο ασθενής θα αποθάνει στο χειρουργικό τραπέζι. Οι φιλόλογοι στα σχολεία είναι δέσμιοι αυτού του συστήματος και η επιτυχία των παιδιών εξαρτάται από το πόσο πιστά θα αποστηθίσουν την κυρίαρχη ερμηνεία και θα καταγράψουν αυτό που αναμένει ο (ιερο) εξεταστής.
Τελευταία, όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται για την αποσύνδεση της λογοτεχνίας από τις εξετάσεις. Ίσως αυτή να είναι μια από τις λύσεις, για να αγαπήσουν τα παιδιά τη λογοτεχνία, να δημιουργηθεί ένα καλλιεργημένο αναγνωστικό κοινό. Σκοπός της λογοτεχνίας δεν είναι, λοιπόν, να μάθει ο αναγνώστης τι θέλει να πει στον τάδε στίχο, στην τάδε στροφή ο ποιητής, ή μάλλον δεν είναι μόνο και αποκλειστικά αυτό. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Δημήτρης Μάνος, ποίηση και κατ’ επέκταση λογοτεχνία «... είναι η χρήση της λέξης στην αρχετυπική της μορφή, σ’ αυτό που αν το αποδομήσεις, φτάνεις στον πυρήνα της συγκίνησης. Σ’ αυτό που αισθάνεσαι, που σε κάνει να αναρριγείς, να νιώθεις ότι σηκώνεσαι λίγο ψηλότερα και όμως δεν μπορείς να το διατυπώσεις, να το μεταδώσεις, να το πεις, παρά να το βιώσεις. Ποίηση είναι η χωροταξία της ψυχής του ανθρώπου. Ο άκρατος οίνος που μεθά το συναίσθημα και μετατρέπει, από μια κατεστραμμένη, σε μια ολοκληρωμένη ύπαρξη τον άνθρωπο, ικανό να συλλαμβάνει λεπτότατες συγκινήσεις... Ποίηση είναι η αποκάλυψη της αλήθειας. Ο κόσμος, η ζωή στην αυθεντική της μορφή, σ’ αυτό που ουσιαστικά είναι, πρέπει να είναι και όχι αυτό που φαίνεται, που βλέπουμε, που έχουμε την αίσθηση, την ψευδαίσθηση μέσα από τις συμβάσεις, μέσα από τα κατά συνθήκην ψεύδη, τους κατά συνθήκην συμβιβασμούς, ότι είναι. Ποίηση, θα λέγαμε, είναι, ένας στεναγμός βαθύς μέσα σε μια παλάμη, ένας άνεμος ελαφρύς μέσα σε μια θλίψη, όπως θα έλεγε και ο ποιητής». Τώρα, τι από όλα τα πιο πάνω είναι η ποίηση, η λογοτεχνία, που διδάσκεται στην τάξη; Τίποτα απολύτως.
Δε νομίζουμε πως θα διαφωνήσει κανείς με τη διαπίστωση πως πρέπει να αναθεωρηθεί ο τρόπος  διδασκαλίας της λογοτεχνίας στο σχολείο, φτάνει το υπουργείο να προσεγγίσει με περισσότερη ευαισθησία το μάθημα και ο εκπαιδευτικός να έχει συνειδητή αγάπη για το βιβλίο. Ο λογοτέχνης και εκπαιδευτικός Κώστας Ακρίβος σε σχετικό κείμενό του υποστηρίζει πως η σχολική τάξη πρέπει να λειτουργήσει «σαν μια μικρή λέσχη ανάγνωσης, με τον εκπαιδευτικό στο ρόλο του κατηρτισμένου και έξυπνου συντονιστή, και εν συνεχεία σαν ένα μικρό εργαστήρι δημιουργικής γραφής. Όσοι από εμάς παίρνουμε κατά καιρούς μέρος στο πρόγραμμα του Ε.ΚΕ.ΒΙ. «Συγγραφείς και σχολεία», γνωρίζουμε από πρώτο χέρι με πόση επιτυχία ο μαθητής προσεγγίζει το λογοτεχνικό έργο, όταν δεν έχει στα πόδια του τα βαρίδια της γραμματολογίας, αλλά του δίνεται η ευκαιρία να γίνει ο ίδιος συνδημιουργός, επεμβαίνοντας δημιουργικά στο κείμενο και παράγοντας λόγο, προφορικό ή γραπτό».
Είναι προφανές ότι καθίσταται παραπάνω από αναγκαιότητα η αλλαγή πλεύσης, ιδιαίτερα σήμερα που οι εξελίξεις στο χώρο της λογοτεχνίας αναδεικνύουν τον αναγνώστη σε πρωταγωνιστή. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η θεωρία της πρόσληψης με την έμφαση να δίνεται κυρίως στον αναγνώστη και όχι αποκλειστικά στο συγγραφέα και το κείμενό του. Στη δική μας περίπτωση, στο σχολείο, μπορεί και πρέπει ο μαθητής να νοηματοδοτήσει το λογοτεχνικό κείμενο διαφορετικά από τον κριτικό-μελετητή της λογοτεχνίας ή τον εκπαιδευτικό. Αλλά, πότε αλήθεια συμβάδισε το σχολείο μας με τις σύγχρονες εξελίξεις στην επιστήμη, θεωρητική και θετική;
Όσο συνεχίζεται αυτό το άθλιο σύστημα στο σχολείο, όλο και πιο πολύ θα μειώνονται οι καλλιεργημένοι πολίτες και οι αναγνώστες. Και όσοι από τους μαθητές μας γίνουν τελικά αναγνώστες, είναι πολύ πιθανόν να αρέσκονται περισσότερο στα άρλεκιν και τα ευπώλητα της σειράς. Το ζήτημα είναι πότε θα το καταλάβουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου